-
21 βουπορος
-
22 βραδυπορος
-
23 βραχυπορος
21) совершающий недальний путь, т.е. недолгий, кратковременный(περιφοραί Plat.)
2) узкий, тесный(χαλεπέ καὴ β. εἴσπλους Plut.)
-
24 γεφυροω
1) мостить, прокладывать(κέλευθον εὐρεῖν Hom.)
γ. τὰ δύσπορα Luc. — прокладывать пути через непроходимые места2) запруживать, преграждать(ἥ πτελέη γεφύρωσε ποταμόν Hom.; ποταμοὴ νεκροῖς γεγεφυρωσμένοι Plut.)
3) снабжать мостомγ. ποταμόν Her., Plat., Plut. — наводить мост через реку;
τοῖς ποταμίοις πλοίοις γ. τέν διάβασιν Polyb. — строить переправу из речных судов;ἐγεφυρώθη ὅ πόρος Her. — мосты для переправы были построены;γ. νόστον τινί Pind. — обеспечить кому-л. возвращение домой -
25 γλαυκηπορος
-
26 διπορος
-
27 δυσπορος
-
28 Ελλη
дор. Ἕλλα ἥ Гелла (дочь орхоменского царя Атаманта и Нефелы, бежавшая с братом Фриксом от мачехи Ино на златорунном баране, но в пути утонувшая в море, которое поэтому стало, по преданию, именоваться Ἑλλήσποντος Diod., etc., Ἕλλης πόρος Pind., Aesch. или πορθμός Aesch. и Ἕλλης κῦμα Anth.) -
29 εμπορος
I2торговый, купеческий(ναῦς Diod.)
IIὅ1) прохожий, путник(τύμβος, σέβας ἐμπόρων Eur.)
2) путешественник Aesch., Soph., тж. пассажир наемного суднаεἶμι ἔ., οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος Hom. — я еду на чужом корабле, ибо нет у меня своего
3) торговец, купец (преимущ. ведущий заморскую и - в отличие от κάπηλος - оптовую торговлю) Her., Thuc., Plat., Arst.ἔ. περί τι Plat. и ἔ. τινος Anth. — торговец чем-л.;
κακὸς ἔ. βίου Eur. — дешево продающий свою жизнь -
30 επταπορος
-
31 Επταπορος
-
32 ευθυπορος
21) прямой, прямолинейный(κέρας Arst.)
2) движущийся прямолинейно(μόρια καὴ κινήματα Plut.)
3) прямой, прямодушный, открытый(ἦθος Plat.)
-
33 ευπορος
21) удобопроходимый, легкий для перехода или переезда(πέλαγος Aesch.; ὁδός Plat., Xen., Plut.)
ἐντεῦθεν εὔπορόν ἐστι ὅποι τις ἐθέλοι Xen. — оттуда легко пройти куда угодно2) легко добываемый, доступный, имеющийся под рукой или наготове(παρ΄ ἐμοῦ δ΄ ἔστιν ταῦτ΄ εὔπορα πάντα Arph.; ἃ μάλιστα ἂν εἴη στρατιώταις εὔπορα Plat.)
3) проворный, бойкий(γλῶττα Arph.)
4) быстроходный, легкий(πλάται Eur.)
5) изобретательный, находчивый, способный(πρὸς ἅπαν ἔργον Plat.; χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή Arph.)
6) богатый, обильный(τῶν χρημάτων Arst.; πόλις τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτη Thuc.). - см. тж. εὔπορα, εὔπορον и εὔποροι
-
34 ευροος
эп. ἐΰρροος, стяж. εὔρους 21) прекрасно текущий, полноводный(Σκάμανδρος Hom.; Σπερχειός Soph.; Εὐρώτας Eur.)
2) пористый(τὸ σῶμα Arst.)
3) свободно протекаемый, открытый, сквозной(ὅ πόρος Arst.)
4) свободно изливающийся, обильный(ἥ ἐπίχυσις Plat.)
5) перен. текучий, плавный, бойкий(στόμα Eur.)
6) благоприятный, успешный(γένεσις Plat.)
-
35 ευρυπορος
-
36 ευρυς
εὐρεῖα (ион. εὐρέα), εὐρύ1) широкий(κόλπος Hom.; τάφρος Her.; πόρος Plat., Arst.)
2) толстый(τεῖχος Hom.)
3) обширный(οὐρανός Hom.; στρατός Hom., Hes.; ποντος Hom., Soph.; νῆσος Anth.)
4) просторный(κόθορνοι Her.; οἰκίαι Xen.)
5) широко распространяющийся(κλέος φόνου Hom.)
6) далеко идущий(ἐλπίδες Anth.)
-
37 ευρυχωρος
-
38 θαλασσοπορος
-
39 θορικος
-
40 ιθυπορος
См. также в других словарях:
πόρος — means of passing a river masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
Πόρος — Sp Pòras Ap Πόρος/Poros L s. Egėjo s. (Sarono įl.) ir mst. Kefalinijoje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πόρος — ο 1. στενό πέρασμα ποταμού, λίμνης, θάλασσας. 2. μικρή τρύπα απ όπου περνά κυρ. υγρό: Πόροι του σώματος. 3. εισόδημα, πρόσοδος: Έμεινε χήρα χωρίς πόρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
Κάτω Πόρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 68 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων … Dictionary of Greek
πόρω — πόρος means of passing a river masc nom/voc/acc dual πόρος means of passing a river masc gen sg (doric aeolic) πόρω furnish aor subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Порос — (Πορος) принадлежащий Греции о в у южного входа в Эгинский залив; отделен от Пелопоннеса узким каналом. Город П. (около 5000 жителе и) был некоторое время резиденцией греческого правительства и главной военной гаванью. Здесь 25 авг. 1831 г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ПОРОС — • Πόρος, см. Πενία, Пения … Реальный словарь классических древностей
Κορυζής, Αλέξανδρος — (Πόρος 1885 – Αθήνα 1941). Οικονομολόγος, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη γερμανική επίθεση του 1941. Σε πολύ νεαρή ηλικία διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα (1903), όπου σημείωσε ταχεία άνοδο στην ιεραρχία. Συνέβαλε, από το 1915, στην οργάνωση κλάδου … Dictionary of Greek
Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… … Dictionary of Greek