-
1 ταχυπορος
2(ὅ θῆλυς ὅρος Aesch.; κώπη Eur.)
См. также в других словарях:
τηλέπορος — ον, Α 1. αυτός που πορεύεται ή φθάνει μακριά («τηλέπορον βλήμα», Λυρ. Αδέσπ.) 2. αυτός που βρίσκεται πολύ μακριά, αυτός που απέχει πολύ, ή αυτός που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος (α. «τηλεπόροις δ ἐν ἄντροις», Σοφ. β. «τηλέπορος ᾅδης», Ορφ. Ύμν.).… … Dictionary of Greek
ταχύπορος — η, ο / ταχύπορος, ον, ΝΑ, αρσ. και ταχυπόρος Ν αυτός που πορεύεται, που κινείται με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πορος (πρβλ. βραδυ πόρος)] … Dictionary of Greek
ωκύπορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα 2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος 3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά 4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek