-
1 брод
-
2 брод
ο πόρος, το πέραμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брод
-
3 жерло
(вулкана) о πόρος (ηφαιστείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жерло
-
4 микропора
ο μικροσκοπικός πόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микропора
-
5 проток
1. (искусственный) η διώρυγα 2. (естественный) о δίαυλος, ο πορθμός, το κανάλι 3. анат. о πόρος, ο αγωγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проток
-
6 проход
1. (часть операции) η διαδρομή, η βόλτα (ξεν.)- в корне шва первый (св.) πρώτη - στη ρίζα της ραφήςперекрывающий (св.) - της υπερκάλυψηςпоследний - (св.) τελική -чистовой - лес. η τελική κοπή2. (место, по которому можно пройти) η διάβαση 3. (пролёт) η πτέρυγα, ο διάδρομος 4. (мед., анат.) о πόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проход
-
7 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
8 рента
1. эк. το ενοίκιο, το μίσθωμα 2. (доход от капиталовложений) το εισόδημα, ο «πόρος», η (οικονομική) πρόσοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рента
-
9 свищ
1. (св.) το φύσημα, ο πόρος περιέχων αέρα 2. мед. το συρίγγιο, ο φίστουλας (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свищ
-
10 брод
бродм ὁ πόρος, τό πέρασμα, τό δια-Ρατό; ◊ не зная \броду, не су́йся в воду посл. δουλειά πού δέν ξέρεις μήν τήν καταπιάνεσαι. -
11 источить
источитьсов τροχίζω, ἀκονίζω, источник м1. прям., перен ἡ πηγή:минеральный \источить ἡ μεταλλική πηγή· нефтяной \источить ἡ πετρελαιοπηγή· \источить света πηγή φωτός· \источить заработка οίκονομικός πόρος· из достоверных \источитьов ἀπό ἔγκυρη πηγή·2. (письменный памятник) οἱ πηγές:ссылка на \источитьи παραπομπή ἀναφορά στίς πηγές. -
12 пора
пор||а I ж1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:\пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.пора II ж ὁ πόρος. -
13 проток
протокм1. ὁ παραπόταμος (рукав реки)·2. анат. ὁ πόρος, ὁ ἀγωγός:слезный \проток οἱ δακρυϊκοί πόροι· желчный \проток ὁ χολαγωγός. -
14 брод
-а (-у) α.πόρος, ρηχό μέρος του ποταμού. || πέρασμα ποταμού•не зная -у не суйся в воду παρμ. άμα δεν ξέρεις την υπόθεση, μην ανακατεύεσαι• μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν.
-
15 горловина
-ы θ.1. στόμιο, λαιμός•горловина вулкана Ο κρατήρας του ηφαιστείου.
|| στενό πέρασμα, περασιά• πόρος.2. ξελαίμηση. -
16 лимфатический
επ.1. λεμφικός, λεμφατικός•-ая система λεμφικό ή λεμφοφόρο σύστημα•
-ие железы λεμφατικοί αδένες, λεμφαδένες•
-ие сосуды λεμφαγγεία•
лимфатический ствол κικός πόρος•
-ие капилляры λεμφοφόρα ή τριχοειδή αγγεία.
2. άτονος, μαλθακός, αδύνατος•-ая натура λεμφατική φύση•
лимфатический темперамент λεμφατική κράση (λεμφατισμός).
-
17 перекат
-а α.1. κύλιση, -μα.2. βουή, βούισμα, βόμβος.3. πόρος, πέρασμα, πορθμείο ποταμού, περαταρια -
18 проток
-а α.1. διακλάδωση ποταμού, βραχίονας.2. αγωγός• πόρος•желчный проток χολαγωγός•
слёзный проток δακρυαγωγός.
-
19 слёзный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно.1. δακρυϊκός, δακρυγόνος•-ые железы δακρυϊκοι ή δακρυγόνοι αδένες•
слёзный мешок δακρυϊκός ασκός ή δακρυϊκή κύστη•
слёзный канал δακρυαγωγός ή δακρυϊκός πόρος.
2. δακρυσμένος, δακρύβρεχτος, περ ιδάκρυτος. -
20 устьице
-а ουδ.εκβολή μικρού ποταμού. || μικρό στόμιο.βοτ. στόμα, μικρότατος πόρος φύλλου.
См. также в других словарях:
πόρος — means of passing a river masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
Πόρος — Sp Pòras Ap Πόρος/Poros L s. Egėjo s. (Sarono įl.) ir mst. Kefalinijoje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πόρος — ο 1. στενό πέρασμα ποταμού, λίμνης, θάλασσας. 2. μικρή τρύπα απ όπου περνά κυρ. υγρό: Πόροι του σώματος. 3. εισόδημα, πρόσοδος: Έμεινε χήρα χωρίς πόρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
Κάτω Πόρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 68 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων … Dictionary of Greek
πόρω — πόρος means of passing a river masc nom/voc/acc dual πόρος means of passing a river masc gen sg (doric aeolic) πόρω furnish aor subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Порос — (Πορος) принадлежащий Греции о в у южного входа в Эгинский залив; отделен от Пелопоннеса узким каналом. Город П. (около 5000 жителе и) был некоторое время резиденцией греческого правительства и главной военной гаванью. Здесь 25 авг. 1831 г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ПОРОС — • Πόρος, см. Πενία, Пения … Реальный словарь классических древностей
Κορυζής, Αλέξανδρος — (Πόρος 1885 – Αθήνα 1941). Οικονομολόγος, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη γερμανική επίθεση του 1941. Σε πολύ νεαρή ηλικία διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα (1903), όπου σημείωσε ταχεία άνοδο στην ιεραρχία. Συνέβαλε, από το 1915, στην οργάνωση κλάδου … Dictionary of Greek
Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… … Dictionary of Greek