-
1 εύφορτος
-
2 εὔφορτος
-
3 ευφορτος
-
4 εὔφορτος
εὔφορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔφορτος
-
5 εὔφορτος
-
6 εύφορτον
-
7 εὔφορτον
-
8 εὐ-άγκαλος
εὐ-άγκαλος, leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, ἄχϑος οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. φορτίον, Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. ὁμίλημα Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. εὔφορτος. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, λιμήν.
-
9 ευφόρτοις
-
10 εὐφόρτοις
-
11 ευφόρτοισι
-
12 εὐφόρτοισι
-
13 εύφορτοι
-
14 εὔφορτοι
См. также в других словарях:
εύφορτος — εὔφορτος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.) 2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).… … Dictionary of Greek
εὔφορτος — well freighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφορτον — εὔφορτος well freighted masc/fem acc sg εὔφορτος well freighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφόρτοις — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφόρτοισι — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφορτοι — εὔφορτος well freighted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)