Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
εὔφορτος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
εύφορτος — εὔφορτος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.) 2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).… … Dictionary of Greek
εὔφορτος — well freighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφορτον — εὔφορτος well freighted masc/fem acc sg εὔφορτος well freighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφόρτοις — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφόρτοισι — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφορτοι — εὔφορτος well freighted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)