-
1 εύφορτος
-
2 εὔφορτος
-
3 εὔφορτος
εὔφορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔφορτος
-
4 εύφορτον
-
5 εὔφορτον
-
6 ευφόρτοις
-
7 εὐφόρτοις
-
8 ευφόρτοισι
-
9 εὐφόρτοισι
-
10 εύφορτοι
-
11 εὔφορτοι
См. также в других словарях:
εύφορτος — εὔφορτος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.) 2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).… … Dictionary of Greek
εὔφορτος — well freighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφορτον — εὔφορτος well freighted masc/fem acc sg εὔφορτος well freighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφόρτοις — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφόρτοισι — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφορτοι — εὔφορτος well freighted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)