-
1 ευφόρτοις
-
2 εὐφόρτοις
См. также в других словарях:
εὐφόρτοις — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφορτος — εὔφορτος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.) 2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).… … Dictionary of Greek