Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὔστοχα

См. также в других словарях:

  • εὔστοχα — εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύστοχος — η, ο (ΑΜ εὔστοχος, ον) 1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον») 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά 4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν) η ευστοχία νεοελλ. αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο… …   Dictionary of Greek

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • εκηβολία — ἑκηβολία, η (Α) η τέχνη ή ικανότητα να ρίχνει εύστοχα κανείς (τόξο κ.λπ.) από μακριά …   Dictionary of Greek

  • ενάφορμος — ἐνάφορμος, ον (Α) αυτός που προέρχεται από κάποια αφορμή, από κάποιο αίτιο, δικαιολογημένος, εύλογος, λογικός. επίρρ... ἐναφόρμως με αφορμή, με αιτία, δικαιολογημένα, επομένως εύστοχα, κατάλληλα, στην κατάλληλη περίσταση, επίκαιρα …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • επιγραμματικός — ή, ό [επιγραμματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση») 2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα …   Dictionary of Greek

  • επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… …   Dictionary of Greek

  • επιτυχής — ές (AM ἐπιτυχής) 1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ. β. «επιτυχείς αγώνες») 2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β …   Dictionary of Greek

  • ευεπίβολος — εὐεπίβολος και εὐεπήβολος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που χτυπάει με ευστοχία, ο εύστοχος 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐεπίβολον η ευχερής πραγματοποίηση. επίρρ... εὐεπιβόλως 1. εύστοχα, με επιτυχία 2. φρ. «εὐεπιβόλως ἔχω πρός τι»… …   Dictionary of Greek

  • ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»