-
1 εύελπις
-
2 εὔελπις
-
3 ευελπις
-ι, gen. ιδος (acc. ιν)1) питающий большую или радостную надежду, твердо надеющийся, тж. самоуверенный(ἐπί τινι Thuc., περί τινος Plat., πρός τι Plat., Luc. и τινος Diod.)
εὔ. ὁμόσε χωρῆσαι τοῖς ἐναντίοις Thuc. — уверенно атаковать противников;ἐπὴ τοῖς δεινοῖς εὔ. Thuc. — не теряющий надежды (и) в тяжелых обстоятельствах;εὔ. εἶναι πρὸς τὸν θάνατον Plat., Luc. — не бояться смерти;εὔ. εἰμι Aesch., Plat., Plut. — я полон уверенности;εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι Thuc. — твердо уповая на спасение2) внушающий надежду или уверенность, надежный(βέβαιος καὴ εὔ. Thuc.)
ὅ θροῦς εὔ. Polyb. — обнадеживающий слух -
4 εὔελπις
A hopeful, cheerful, Th.4.10, 62, X.An.2.1.18, etc.;ἐν τοῖς δεινοῖς Th.1.70
;περὶ τῆς ψυχῆς Pl. Hp.Mi. 364a
;πρὸς τὸν θάνατον Id.Ap. 41c
, cf. Luc.Demon.6,D.C.57.19;τοῦ κρατήσειν D.S.30.16
.2 c. acc. et [tense] fut. inf.,εὔελπίς εἰμί σ' ἰσχύσειν A.Pr. 509
; εὔελπις σωθήσεσθαι in good hope to be saved, Th. 6.24: c. acc. et [tense] pres. inf., Pl.Phd. 63c; τὸ εὔελπι hopefulness, Plu.2.1101d, D.C.42.1, etc.; εὔ. λαλιά cheerful talk, Plb.1.32.6.II [voice] Pass., well hoped of, the subject of hope, LXX Pr.19.15(18): Medic., of a patient, Aret.SD1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔελπις
-
5 εύελπις
(-ιδος), ις, ι 1.1) полный надежд; твёрдо надеющийся, питающий большие надежды; 2) вселяющий надежду, подающий надежды, обнадёживающий; многообещающий;βλέπω εύελπι το μέλλον μου — смотреть с надеждой на своё будущее;
2. (ο) воен, кадет; курсант;σχολή των εύελπίδων — кадетское военное училище сухопутных войск
-
6 εὔελπις
-
7 εὔελπις,-ιδος
A 0-0-0-1-2=3 Prv 19,18; 3 Mc 2,33; Wis 12,19hopeful, cheerful -
8 ευέλπιδα
-
9 εὐέλπιδα
-
10 εὔ-ελπις
εὔ-ελπις, ιδος, 1) der gute Hoffnung hegt, voll guter Hoffnung, εὔελπίς εἰμι, mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Prom. 507; εὐέλπιδες ὄντες σωϑήσεσϑαι Thuc. 6, 24, wie Plat. Phaed. 63 c; πρὸς τὸν ϑάνατον Apol. 41 c, wie Luc. Demon. 6; καὶ ϑαῤῥαλέος Plat. Legg. II, 671 c; περί τινος, Hipp. min. 364 a; Din. 1, 93 u. Folgde. – 2) von Sachen, gute Hoffnung erregend, Thuc. 4, 62; Pol. 1, 32, 6 u. Sp.; τὸ εὔελπι, gute Hoffnung, D. Cass. 42, 1. 44, 27.
-
11 θυμωδης
21) смелый, отважный(θ. καὴ εὔελπις Arst.)
2) горячий, норовистый, непокорный(ζῷα Arst.)
3) пылкий, вспыльчивые, резкий(χαλεπὸς καὴ θ. Arst.)
-
12 юнкер
юнкерм воен. уст. ὁ εὔελπις (στην Τσαρική Ρωσία). -
13 ευελπίδων
-
14 εὐελπίδων
-
15 ευέλπιδας
-
16 εὐέλπιδας
-
17 ευέλπιδες
-
18 εὐέλπιδες
-
19 ευέλπιδι
-
20 εὐέλπιδι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὔελπις — hopeful nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύελπις — ιδος, ι (ΑΜ εὔελπις, ι) 1. αυτός που ελπίζει σε κάτι («ευέλπιδα όνειρα», Παπαδ.) 2. αυτός που παρέχει αγαθές ελπίδες, αυτός που υπόσχεται πολλά καλά («λαλιά τις εὔελπις» λαλιά παρηγορήτρα, Πολ.) νεοελλ. (το αρσ. στον εν. και πληθ.) ο εύελπις και… … Dictionary of Greek
εὐέλπιδα — εὔελπις hopeful neut nom/voc/acc pl εὔελπις hopeful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευελπίζομαι — [εύελπις] ευελπιστώ … Dictionary of Greek
εὐελπίδων — εὔελπις hopeful gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπιδας — εὔελπις hopeful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπιδες — εὔελπις hopeful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπιδι — εὔελπις hopeful dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπιδος — εὔελπις hopeful gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέλπισιν — εὔελπις hopeful dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔελπι — εὔελπις hopeful voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)