-
1 ευέλπιδι
-
2 εὐέλπιδι
См. также в других словарях:
εὐέλπιδι — εὔελπις hopeful dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευέλπιδι
2 εὐέλπιδι
εὐέλπιδι — εὔελπις hopeful dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)