-
1 ευελπίδων
-
2 εὐελπίδων
-
3 военный
военн||ый1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:\военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·2. ж ὁ στρατιωτικός. -
4 училище
училищес ἡ σχολή, τό σχολεῖο[ν]:ремесленное \училище ἡ ἐπαγγελματική σχολή· педагогическое \училище τό διδασκαλεϊθ[ν]· мореходное \училище ἡ σχολή ἐμπορικοὔ ναυτι-κοῦ· художественное \училище ἡ σχολή καλών τεχνών военное \училище а) ἡ στρατιωτική σχολή, б) ἡ σχολή τῶν Ευελπίδων (в Греции)· техническое \училище ἡ τεχνική σχολή· военно-морское \училище а) ἡ ναυτική σχολή, б) ἡ σχολή των Δοκίμων (в Греции)· авиационное \училище а) ἡ σχολή ἀεροπόρων, б) ἡ σχολή τῶν 'Ικάρων (в Греции \училище военное). -
5 εύελπις
(-ιδος), ις, ι 1.1) полный надежд; твёрдо надеющийся, питающий большие надежды; 2) вселяющий надежду, подающий надежды, обнадёживающий; многообещающий;βλέπω εύελπι το μέλλον μου — смотреть с надеждой на своё будущее;
2. (ο) воен, кадет; курсант;σχολή των εύελπίδων — кадетское военное училище сухопутных войск
-
6 harbiye
Σχολή Ευελπίδων
См. также в других словарях:
Ευελπίδων, Στρατιωτική Σχολή — Η πρώτη στρατιωτική σχολή στην Ελλάδα με προορισμό την εκπαίδευση μόνιμων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς. Ιδρύθηκε στο Ναύπλιο από τον Ιωάννη Καποδίστρια με διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1828. Ο πρώτος διοικητής της σχολής ήταν ο Γάλλος λοχαγός… … Dictionary of Greek
εὐελπίδων — εὔελπις hopeful gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπότσαρης — Σουλιώτικη οικογένεια αρματολών και αγωνιστών, οι οποίοι διακρίθηκαν στους τοπικούς πολέμους κατά του Αλή πασά και κατά την Επανάσταση. Αποτελούσαν ξεχωριστή φάρα εγκατεστημένη σε ιδιαίτερο χωριό, κοντά στη σημερινή Λάκκα Μπότσαρη και ήταν, μαζί… … Dictionary of Greek
Ζορμπάς, Νικόλαος — (Μαγνησία, Μικρά Ασία 1844 – Αθήνα 1920). Στρατιωτικός. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και σε στρατιωτικές σχολές της Γαλλίας. Μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες και διετέλεσε προσωπάρχης στο υπουργείο Στρατιωτικών και … Dictionary of Greek
Πετιμεζάς ή Πετμεζάς — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας από τα Καλάβρυτα, όπου εγκαταστάθηκαν κατά μέσα του 18ου αι. προερχόμενοι από την Ήπειρο. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους απελευθερωτικούς αγώνες. 1. Αθανάσιος (1760 – 1804). Επικεφαλής του αρματολικιού… … Dictionary of Greek
Hellenic Military Academy — Infobox Military Unit unit name= Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων Hellenic Military Academy caption=Hellenic Military Academy dates=1828 Present country= flagicon|GRE Greece branch=Hellenic Army command structure= type=Academic and Military Education… … Wikipedia
καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Δαγκλής, Παναγιώτης — (Αγρίνιο 1853 – Αθήνα 1924). Στρατιωτικός και πολιτικός. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Ο Δ. επινόησε το λυόμενο ορειβατικό πυροβόλο των 7,5 εκ., που είναι γνωστό ως ορεινό ταχυβόλο συστήματος Σνάιντερ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek