Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὔελπι

См. также в других словарях:

  • εὔελπι — εὔελπις hopeful voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύελπις — ιδος, ι (ΑΜ εὔελπις, ι) 1. αυτός που ελπίζει σε κάτι («ευέλπιδα όνειρα», Παπαδ.) 2. αυτός που παρέχει αγαθές ελπίδες, αυτός που υπόσχεται πολλά καλά («λαλιά τις εὔελπις» λαλιά παρηγορήτρα, Πολ.) νεοελλ. (το αρσ. στον εν. και πληθ.) ο εύελπις και… …   Dictionary of Greek

  • πιστευτικός — ή, όν, Α [πιστεύω] 1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος 2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՋԱՅՈՒՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0986 Chronological Sequence: 5c գ. εὑελπιστία, τὸ εὕελπι bona spes. Քաջայոյսն լինել. յոյս բարի եւ հաստատուն. *Մի՛ ʼի խնդամտութիւնս ʼի բաց ընկեսցուք զերկիւղն, եւ մի՛ ʼի տրտմականս զքաջայուսութիւնն. Առ որս. ՟Ժ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»