-
1 ευπορώ
εὐπορέωprosper: pres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐπορέωprosper: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 εὐπορῶ
εὐπορέωprosper: pres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐπορέωprosper: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 ευπόρω
-
4 εὐπόρῳ
-
5 ευπορώ
(ε) αμετ. быть состоятельным, зажиточным, богатым -
6 ευπορώ
[эфпоро] р. быть состоятельным, зажиточным,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευπορώ
-
7 ευπορώ
[эфпоро] ρ быть состоятельным, зажиточным. -
8 εὐ-πορέω
εὐ-πορέω, 11 ein εὔπορος sein, hinreichenden Vorrath haben, reich sein woran; c. gen., σχημάτων καὶ ῥημάτων εὐπ οροῠσι Plat. Ion 536 c; λόγων Tim. 26 c; χ ρημάτων Antiphan. bei Ath. I, 3 t; σίτων Xen. Hell. 1, 6, 19; ἀργυρίου Arist. Oec. 2, 20; Sp., ἐφοδίων Plut. Themist. 11; – c. acc., τροφήν Hippocr.; λόγο υς Themist.; – selten mit dem dat., Pol. 1, 17, 2; – absolut, Thuc. öfter, z. B. χρυσὸν καὶ ἄργυρον πλεῖστον κέκτηνται, ὅϑεν ὅ τε πόλεμος καὶ τἄλλα εὐπορεῖ 6, 34; Plat. u. A.; τοὺς μὲν εὐπορεῖν, τοὺς δὲ ἀπόρους εἶναι Xen. – Uebh. vermögend, im Stande sein, Thuc. 6, 44; bes. bei Plat.; im Stande sein auf Etwas zu antworten, εὐπορῶ ὅτι λέγω, ich weiß recht gut, was ich sagen soll, Ion 532 c; εἰ μὴ οὕτως εὐπορεῖς, ὧδε σκόπει, wenn du so nicht weiter kannst, in Verlegenheit bist, Gorg. 478 a; εὐπορῶν πολλὰ λέγειν περὶ τοῦ αὐτοῦ Phaedr. 235 a; daher = Etwas ausrichten, οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην λέγων Legg. I, 634 b; Sp. – 2) trans., Etwas herbeischaffen; τἀργύριον, Is. 7, 8; μνᾶς τινι Dem. 33, 7; σιτοπομπίας τοῖς στρατιώταις 23, 155; Sp., εὐμάϑειαν τοῖς ἀκούουσιν Luc. conscr. hist. 53; vgl. Lob. zu Phryn. 595 ff.; auch πιϑανὰς ἀποδείξεις, beibringen, D. Sic. 2, 31. – Aehnl. absol., ἀπό τινος, sich von Etwas bereichern, Xen. Mem. 2, 7, 4, wie ἴππων εὐπορήσαντες νυκτὸς ἀπέδρασαν Hell. 1, 1, 10; vgl. Dem. 40, 35. – 3) das med. in der Bdtg das act. 1), τοὺς στρατιώτας εὐπορεῖσϑαι τῶν ἐπιτηδείων Arist. Oec. 2, 23; χρημάτων Pol. 1, 66, 5; auch ταῖς χορηγίαις, 5, 43, 8, u. sonst einzeln vorkommend; absol., Theop. Ath. VI, 275 c.
-
9 ευπορεω
(pf. εὐπόρηκα и ηὐπόρηκα)1) тж. med. быть богатым, обладать в изобилии(σίτων Xen.; σχημάτων καὴ ῥημάτων Plat.; χρημάτων Lys., Plut.; ἀναγκαίων Plut., но ἀναγκαίοις Polyb.; med.: ἐπιτηδείων Arst.; χρημάτων и χορηγίαις Polyb.)
2) процветать, преуспевать(χρυσὸς καὴ ἄργυρος …, ὅθεν ὅ τε πόλεμος καὴ τἆλλα εὐπορεῖ Thuc.)
3) редко med. иметь возможность, быть в состоянии, уметь(ποιεῖν τι Arst.)
ὡς ἕκαστοι εὐπόρησαν Thuc. и καθὼς ηὐπορεῖτό τις NT. — кто как (с)мог;εὐπορῶ ὅ τι λέγω Plat. — у меня есть (много) что сказать;οὐχ ὅπῃ προσαγαγοίμην αὐτὸν εὐπόρουν Plat. — я не знал, как склонить его в свою пользу;οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην Plat. — (этого) я, пожалуй, не сумел бы4) добывать, находить(ἄλλοθεν χρήματα Dem.)
ἵππων εὐπορήσαντες ἀπέδρασαν Xen. — раздобыв лошадей, они бежали5) доходить, достигать(τῆς ἀληθείας Arst.)
6) получать ясное представление(περί τινος Arst.)
7) (пре)доставлять, давать(ἀργύριον Isae.; δέκα μνᾶς τινι Dem.; ἀποδείξεις Diod.)
ἀποδείξεως οὐκ εὐποροῦντα προβλήματα Plut. — неразрешимые задачи8) вызывать, возбуждать -
10 жить
живу, живешь; παρλθ. χρ. жил-ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);επιρ. μτχ. живяκ. (απλ.) живучиρ.δ.1. ζω, βιώ•я живу только для вас ζω μόνο για σας•
цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•
мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.
2. κατοικώ, διαμένω, μένω•он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•
отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.
3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.
4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•он вивет богато αυτός ζει πλούσια•
жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•
жить зажиточно ευπορώ•
жить барином ζω αρχοντικά•
жить честно ζω τίμια•
жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.
5. συζώ, συμβιώ.6. έχω ερωτικές σχέσεις•она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.
εκφρ.мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•жить надеждой – ζω με την ελπίδα•жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.ζω, διαβιώ (για συνθήκες). -
11 процветать
ρ.δ. ακμάζω. || ευπορώ. || έχω μεγάλη επιτυχία ή πέραση. -
12 разжиться
-живусь, -жившься, παρλθ. χρ. разжился, -лась, -лосьρ.σ.1. πλουταίνω, θησαυρίζω.2. αρχίζω να καλοζώ να ευπορώ, να ευεκτώ.3. (απλ.) εξοικονομώ, εξευρίσκω•где бы мне разжиться деньги που να βρω χρήματα.
-
13 εὐπορέω
Aεὐπόρηκα Diph.43.19
, etc., ηὐπ- Pl.Hp.Ma. 297e, Plu.2.403f:—prosper, thrive, εὐποροῦσι γὰρ οἱ ὀλίγοι are wealthy, Arist.Pol. 1280a4, cf. SIG344.116 (Teos, iv B.C.);εὐ. ἀπὸ τῶν πονηροτάτων X.Mem.2.7.4
;οἱ εὐποροῦντες Amphis 15.6
; of things, ὅθεν ὁ πόλεμος εὐπορεῖ from which sources war is successfully maintained, Th.6.34.b c. gen. rei, have plenty of, abound in,χρημάτων Lys.19.25
, Antiph.228.2;σίτων X.HG1.6.19
; ῥημάτων, ὀνομάτων, λόγων, Pl. Ion 536c, Sph. 267d, Smp. 209b;ἐφοδίων Plu.Them. 10
; εὐ. ἵππων gain possession of.., X.HG1.1.10; εὐ. τῆς ἀληθείας attain it, Arist. Metaph. 996a16; alsoεὐ. ἔν τινι Antipho 5.66
;τοῖς ἀναγκαίοις Plb.1.17.2
.2 find a way, find means, abs.,ὡς ἕκαστοι ηὐπόρησαν Th.6.44
, cf.Pl.Grg. 478a: c. inf., to be able to do,ἐπιχειρεῖν Arist. Top. 102a13
(alsoτοῦ πολλὰ λέγειν Pl.Phdr. 235a
); also εὐπορῶ ὅ τι λέγω I have plenty to say, Id. Ion 532c: c. part., Id.Lg. 634b; τοῦτο εὐ. to be provided with an answer on this point, Id.Euthd. 279a; οὐκ εὐ. ὅπῃ .. not to know how to do, Id.Smp. 219e;μᾶλλον εὐ. πρὸς τὴν γνῶσιν Arist.PA 644b28
.II c.acc.rei, supply or furnish,τἀργύριον Is.7.8
;δέκα μνᾶς τινι D.33.7
; procure,ἄλλοθεν χρήματα Id.40.36
; ; bring forward,ἀποδείξεις D.S.2.31
; find available, μὴ -ήσας πλοῖον (leg. πλοίων) POxy. 1068.3 (iii A. D.):—hence in [voice] Pass., = intr. [voice] Act., have plenty of, abound in, τινος Arist.Oec. 1347b4;μαθητῶν Act.Ap.11.29
; τινι Plb.5.43.8; obtain the use of,πλοίου PFlor.367.8
(iii A. D.): abs.,οἱ εὐπορούμενοι SIG495.66
(Olbia, iii B. C.), cf. Luc.Bis Acc.27, PMag.Par.1.3125:— εὐπορηθέν in strict pass. sense, being furnished, Ps.-Plu.Vit.Hom. 210.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπορέω
-
14 εὔπορος
εὔπορ-ος, ον,A easy to pass or travel through, ἄτης.. πέλαγος οὐ μάλ' εὔ. A.Supp. 470; ; τὰ εὔ. open ground, X.Eq.Mag.4.4;εὔπορον ἦν διιέναι Th.4.78
, cf. X.An.3.5.17; εὔ. ποιεῖν τὰ ὦτα to open one's ears, Luc.Lex.1; μήτρα lax, Sor.1.34.2 easily got, easily done, easy,τὰ μέγιστα.. σφι εὔπορά ἐστι Hdt.4.59
;πολλά τοι θεὸς κἀκ τῶν ἀέλπτων εὔπορ' ἀνθρώποις τελεῖ E.Fr. 100
; παρ' ἐμοῦ δ' ἔστιν ταῦτα εὔ. Ar.Pl. 532, cf. Pl. R. 404c;φιλία.. εὔ. εἴη Ar.Lys. 1266
;τὴν κατὰ θάλασσαν ἔφοδον -ωτέραν Th.1.93
;πλεῖστον.. μέλι καὶ -ώτατον Pl.R. 564e
; τὸ εὔ., = εὐπορία, εὑρίσκειν τὸ εὔ. Hp.Art.78;διὰ τὸ εὔ. τῆς ἐλπίδος Th.8.48
; εὔπορόν ἐστι it is easy, c. inf., X.An.3.5.17, D.3.18, etc.; ἐν εὐπόρῳ κεῖται c. inf., Str.10.3.8: [comp] Comp. - ώτερον Pl.R. 404c.2 of persons, full of resources or devices, ingenious, inventive, opp. ἄπορος, E.Fr. 430 ([comp] Sup.);εἰ οὖν τις.. -ώτερος ἐμοῦ Pl.Phd. 86d
;εὔ. ἐν τοῖς ἀπόροις Alex.234.5
; -ώτεροι πρὸς ἅπαν ἔργον Pl.Prt. 348d
: c. inf.,χρήματα πορίζειν -ώτατον γυνή Ar.Ec. 236
;ἐς τὴν δίαιταν -ώτατοι Id.V. 1112
.III well-provided with, rich in,πόλιν τοῖς πᾶσιν -ωτάτην Th.2.64
;τὰ περὶ τὸν βίον -ώτεροι Isoc.8.19
; τίς -ώτερος χρημάτων; D.Chr.3.132: abs., fertile,γῆ Poll.1.186
; well-furnished,πράγματ' -ώτερα D.19.89
; well off, wealthy, οἱ εὔ. Id.1.28, etc.; opp. οἱ ἄποροι, Arist.Pol. 1279b8, etc.; persons of substance, capable of bearing taxation, SIG344.115 ([comp] Sup., Teos, iv B.C.);εὔ. καὶ ἐπιτήδειος POxy.1187.11
(iii A.D.), etc.2 in abundance,εὐ. ἔχειν πάντα Th.8.36
; οὐκ εὐ. ἔχω I don't feel well, Luc.Lex.2 codd. ( εὐφ- Cobet).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπορος
-
15 εὐπορέω
εὐ-πορέω, (1) ein εὔπορος sein, hinreichenden Vorrat haben, reich sein woran. Übh. vermögend, im Stande sein; im Stande sein auf etwas zu antworten, εὐπορῶ ὅτι λέγω, ich weiß recht gut, was ich sagen soll; εἰ μὴ οὕτως εὐπορεῖς, ὧδε σκόπει, wenn du so nicht weiter kannst, in Verlegenheit bist; daher = etwas ausrichten. (2) trans., etwas herbeischaffen; πιϑανὰς ἀποδείξεις, beibringen. Ähnl. absol., ἀπό τινος, sich von etwas bereichern -
16 ἔμπορος
Grammatical information: m.Meaning: `who travels on a ship, passager' (Od.), `traveller' in gen. (B., trag.), usually `merchant' (Ion.-Att.; on the meaning beside κάπηλος, ναύκληρος Finkelstein ClassPhil. 30, 320ff.).Derivatives: ἐμπορία `(sea-, wholesale-)trade' (Hes.), ἐμπόριον `commercial town' (Ion.-Att.), ἐμπορικός `belonging to a merchant\/trade' (Stesich., Ion.-Att.; s. Chantraine Ét. sur le vocab. grec 115); denomin. verb ἐμπορεύομαι `be ἔμπορος, travel, trade' (Ion-Att.), also `be (more) cunning' (2 Ep. Pet. 2, 3), with ἐμπόρευμα, - εῖον, - ευτικός.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Hypostasis from ἐν πόρῳ (ὤν), "(be(ing) on travel"; s. πόρος and Porzig Satzinhalte 258. - Ngr. ἐμπορῶ `I can' stands for εὑπορῶ, s. Hatzidakis Glotta 22, 131f. (Unclear De Lamberterie, RPh 71, 1997, 159.)Page in Frisk: 1,508Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔμπορος
См. также в других словарях:
ευπορώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευπορώ — έω (ΑΜ εὐπορῶ) [εύπορος] είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση μσν. αρχ. 1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» έχω πάρα πολλά να πω γ. «τοῡτο εὐπορῶ» έχω έτοιμη… … Dictionary of Greek
ευπορώ — είμαι εύπορος, έχω τον τρόπο μου, είμαι οικονομικά πλούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπορῶ — εὐπορέω prosper pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐπορέω prosper pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρῳ — εὔπορος easy to pass masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξευπορώ — ἐξευπορῶ, έω (Α) [ευπορώ] 1. παρέχω με αφθονία 2. βρίσκω διέξοδο … Dictionary of Greek
επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… … Dictionary of Greek
ευμαρώ — εὐμαρῶ, έω (Α) [ευμαρής] ευπορώ, έχω αφθονία αγαθών («τὸ δὲ πάντων εὐμαρεῑν οὐδὲν γλυκὺ θυατοῑσιν», Βακχυλ.) … Dictionary of Greek
ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… … Dictionary of Greek
ευπόρημα — εὐπόρημα, τὸ (Α) [ευπορώ] όφελος, πλεονέκτημα … Dictionary of Greek
ευπόρησις — εὐπόρησις, ἡ (Α) [ευπορώ] στον πληθ. αἱ εὐπορήσεις οι ευκολίες … Dictionary of Greek