-
1 εὐ-πορέω
εὐ-πορέω, 11 ein εὔπορος sein, hinreichenden Vorrath haben, reich sein woran; c. gen., σχημάτων καὶ ῥημάτων εὐπ οροῠσι Plat. Ion 536 c; λόγων Tim. 26 c; χ ρημάτων Antiphan. bei Ath. I, 3 t; σίτων Xen. Hell. 1, 6, 19; ἀργυρίου Arist. Oec. 2, 20; Sp., ἐφοδίων Plut. Themist. 11; – c. acc., τροφήν Hippocr.; λόγο υς Themist.; – selten mit dem dat., Pol. 1, 17, 2; – absolut, Thuc. öfter, z. B. χρυσὸν καὶ ἄργυρον πλεῖστον κέκτηνται, ὅϑεν ὅ τε πόλεμος καὶ τἄλλα εὐπορεῖ 6, 34; Plat. u. A.; τοὺς μὲν εὐπορεῖν, τοὺς δὲ ἀπόρους εἶναι Xen. – Uebh. vermögend, im Stande sein, Thuc. 6, 44; bes. bei Plat.; im Stande sein auf Etwas zu antworten, εὐπορῶ ὅτι λέγω, ich weiß recht gut, was ich sagen soll, Ion 532 c; εἰ μὴ οὕτως εὐπορεῖς, ὧδε σκόπει, wenn du so nicht weiter kannst, in Verlegenheit bist, Gorg. 478 a; εὐπορῶν πολλὰ λέγειν περὶ τοῦ αὐτοῦ Phaedr. 235 a; daher = Etwas ausrichten, οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην λέγων Legg. I, 634 b; Sp. – 2) trans., Etwas herbeischaffen; τἀργύριον, Is. 7, 8; μνᾶς τινι Dem. 33, 7; σιτοπομπίας τοῖς στρατιώταις 23, 155; Sp., εὐμάϑειαν τοῖς ἀκούουσιν Luc. conscr. hist. 53; vgl. Lob. zu Phryn. 595 ff.; auch πιϑανὰς ἀποδείξεις, beibringen, D. Sic. 2, 31. – Aehnl. absol., ἀπό τινος, sich von Etwas bereichern, Xen. Mem. 2, 7, 4, wie ἴππων εὐπορήσαντες νυκτὸς ἀπέδρασαν Hell. 1, 1, 10; vgl. Dem. 40, 35. – 3) das med. in der Bdtg das act. 1), τοὺς στρατιώτας εὐπορεῖσϑαι τῶν ἐπιτηδείων Arist. Oec. 2, 23; χρημάτων Pol. 1, 66, 5; auch ταῖς χορηγίαις, 5, 43, 8, u. sonst einzeln vorkommend; absol., Theop. Ath. VI, 275 c.
-
2 εὐπορέω
εὐ-πορέω, (1) ein εὔπορος sein, hinreichenden Vorrat haben, reich sein woran. Übh. vermögend, im Stande sein; im Stande sein auf etwas zu antworten, εὐπορῶ ὅτι λέγω, ich weiß recht gut, was ich sagen soll; εἰ μὴ οὕτως εὐπορεῖς, ὧδε σκόπει, wenn du so nicht weiter kannst, in Verlegenheit bist; daher = etwas ausrichten. (2) trans., etwas herbeischaffen; πιϑανὰς ἀποδείξεις, beibringen. Ähnl. absol., ἀπό τινος, sich von etwas bereichern
См. также в других словарях:
ευπορώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευπορώ — έω (ΑΜ εὐπορῶ) [εύπορος] είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση μσν. αρχ. 1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» έχω πάρα πολλά να πω γ. «τοῡτο εὐπορῶ» έχω έτοιμη… … Dictionary of Greek
ευπορώ — είμαι εύπορος, έχω τον τρόπο μου, είμαι οικονομικά πλούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπορῶ — εὐπορέω prosper pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐπορέω prosper pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρῳ — εὔπορος easy to pass masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξευπορώ — ἐξευπορῶ, έω (Α) [ευπορώ] 1. παρέχω με αφθονία 2. βρίσκω διέξοδο … Dictionary of Greek
επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… … Dictionary of Greek
ευμαρώ — εὐμαρῶ, έω (Α) [ευμαρής] ευπορώ, έχω αφθονία αγαθών («τὸ δὲ πάντων εὐμαρεῑν οὐδὲν γλυκὺ θυατοῑσιν», Βακχυλ.) … Dictionary of Greek
ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… … Dictionary of Greek
ευπόρημα — εὐπόρημα, τὸ (Α) [ευπορώ] όφελος, πλεονέκτημα … Dictionary of Greek
ευπόρησις — εὐπόρησις, ἡ (Α) [ευπορώ] στον πληθ. αἱ εὐπορήσεις οι ευκολίες … Dictionary of Greek