-
1 μον-ήλατος
μον-ήλατος, aus einem Stücke getrieben, geschmiedet, Heliod. 9, 15.
-
2 μονήλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονήλατος
-
3 μονήλατος
μον-ήλατος, aus einem Stücke getrieben, geschmiedet
См. также в других словарях:
μονήλατος — μονήλατος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο έλασμα σιδήρου, ο μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ήλατος (< ελατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek