-
1 πιναρο-χαίτης
πιναρο-χαίτης, ὁ, mit schmutzigem Haare, Tzetz. AH. 398. 400. [ῑ des Verses wegen.]
-
2 πλαγιο-χαίτης
πλαγιο-χαίτης, ὁ, mit schiefem Haare, Hesych.
-
3 πολυ-χαίτης
πολυ-χαίτης, ὁ, mit vielem Haare, Hdn. epimer. 166.
-
4 σπαρτιο-χαίτης
σπαρτιο-χαίτης, ὁ, wie σπαρνοπόλιος, mit zerstreu'tem Haare; Plat. com. bei Aspas. zu Arist. eth. Nic. 4, 7; s. Lob. Phryn. 662.
-
5 σπαρτο-χαίτης
σπαρτο-χαίτης, ὁ, v. l. statt σπαρτιοχαίτης.
-
6 φῡκιο-χαίτης
φῡκιο-χαίτης, ὁ, mit Haaren wie Meertang, = ψαφαροχαίτης, Hesych.
-
7 χρῡσο-χαίτης
χρῡσο-χαίτης, ὁ, mit goldenem Haupthaare; Beiwort des Apollo, Pind. Ol. 14, 10; Ἔρως, Anacr. 41, 12.
-
8 κισσο-χαίτης
κισσο-χαίτης, epheugelockt, mit Epheu das Haar umkränzt; Cratin. bei Hephaest. p. 96; Pratin. bei Ath. XIV, 617 f. vom Dionysus.
-
9 γλαυκο-χαίτης
γλαυκο-χαίτης, ὁ, mit bläulichem Haar, Choerobosc.
-
10 εὐρυ-χαίτης
εὐρυ-χαίτης, Διόνυσος, mit buschigem, langgelocktem Haare, Pind. I. 6, 4.
-
11 εὐ-χαίτης
-
12 κῡανο-χαίτης
κῡανο-χαίτης, ὁ, auch κυανοχαῖτα, Il. 13, 563. 14, 390 ( dat. soll diese Form bei Antim. sein, s. Lob. parall. 184), der dunkel-, schwarzgel ock te; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt, Il. 20, 144 Od. 9, 536; Hes. Th. 278; – aber Il. 20, 224 vom Pferde, das schwarzgemähnte, wie Hes. Sc. 120; – H. h. Cer. 348 vom Hades.
-
13 μελαγ-χαίτης
μελαγ-χαίτης, ὁ, der schwarzhaarige; Μίμας, Hes. Sc. 186; Nessus, Soph. Trach. 834; Hades, Eur. Alc. 440; Poseidon, P. Sil. ecphr. 64.
-
14 δασυ-χαίτης
δασυ-χαίτης, zottig, Bock, Agath. 29 (VI, 32).
-
15 βαθυ-χαίτης
βαθυ-χαίτης, ὁ, mit tief herabhängendem, langem Haar, Hes. Th. 977; Orph.
-
16 βοτρυο-χαίτης
βοτρυο-χαίτης, mit Trauben im Haar, Dionysus, Anth. IX, 524.
-
17 λῡσι-χαίτης
λῡσι-χαίτης, = λυσίϑριξ, Sp.
-
18 αἰολο-χαίτης
αἰολο-χαίτης, mit krausem Haare, VLL.
-
19 ὀρθο-χαίτης
ὀρθο-χαίτης, ὁ, mit grade emporgesträubten Haaren, Hesych. erkl. ὀρϑόλοφος.
-
20 ἁβρο-χαίτης
ἁβρο-χαίτης, ὁ, mit üppigem Haare, Apollo, Hymn. Ap. 2 (IX, 525); Anacr. 41, 8.
См. также в других словарях:
χαίτης — χαίτη loose fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίτῃς — χαίτη loose fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππιοχαίτης — ἱππιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που αποτελείται από τρίχες αλόγου («λόφον ἱππιοχαίτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κισσεο χαίτης, φυκιο χαίτης] … Dictionary of Greek
κισσοχαίτης — και κισσεοχαίτης, ὁ (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο χαίτης, φυκιο χαίτης] … Dictionary of Greek
κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν … Dictionary of Greek
υγροχαίτης — ὁ, Μ αυτός που έχει υγρή χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο χαίτης, χρυσο χαίτης] … Dictionary of Greek
λασιοχαίτης — λασιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδρο χαίτης, κυανο χαίτης)] … Dictionary of Greek
λυσιχαίτης — λυσιχαίτης, ὁ (Μ) λυσίθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + χαίτης(< χαίτη), πρβλ. κυανοχαίτης, χρυσο χαίτης] … Dictionary of Greek
μελαγχαίτης — μελαγχαίτης, δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α) (για τους Κενταύρους και για τον Άδη) μαύρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χαίτη (πρβλ. πυρο χαίτης, χρυσο χαίτης)] … Dictionary of Greek
μελανοχαίτης — μελανοχαίτης, ὁ (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυ χαίτης, χρυσο χαίτης)] … Dictionary of Greek
ορθοχαίτης — ὀρθοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που έχει υψωμένη τη χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. ευρυ χαίτης] … Dictionary of Greek