-
1 σπαρτιοχαίτης
σπαρτιο-χαίτης, ὁ, mit zerstreutem Haare -
2 σπαρτο-χαίτης
σπαρτο-χαίτης, ὁ, v. l. statt σπαρτιοχαίτης.
См. также в других словарях:
σπαρτιοχαίτης — ὁ, Α αυτός που έχει αραιά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαρτίον + χαίτη] … Dictionary of Greek
σπαρτιοχαίτην — σπαρτιοχαίτης with ropy hair masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)