-
21 ὑψι-χαίτης
ὑψι-χαίτης, ὁ, mit hoher Mähne, langem Haupthaar, Pind. P. 4, 172 ἀνέρες.
-
22 ἱππιο-χαίτης
ἱππιο-χαίτης, λόφος, mit einem Roßhaarbusch, Il. 6, 569.
-
23 πολιός
πολιός, grau, weißlich; – a) vom Haupthaare der Greise; Il. 22, 74. 24, 516; κεφαλή, Od. 24, 317; Hes. Th. 271; πολιᾶς ἄμυγμα χαίτης, Soph. Ai. 621; πολιὸν ἐπὶ κρᾶτα, Eur. Hec. 653, u. öfter; ἔϑειρα, Anacr. 49, 2; γῆρας, 51, 7; ἄχρι πολιῆς φίλης, Rufin. 34 (V, 22); daher ἡ πολιά = das Greisenalter, Ruhnk. Rut. Lup. 268; αἱ πολιαί, sc. τρίχες, die weißen, grauen Haare, Pind. Ol. 4, 29; ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, mit dem Herabwallen greiser Haare, Ar. Equ. 518, vgl. 905; a. D., wie Anacr. 50, 9; τοσαυτασὶ πολιὰς ἔχω, Aesch. 1, 49; auch ὁ πολιός, der grauhaarige Alte, Od. 24, 499; auch πολιὰ γαστήρ, Pind. P. 4, 98, der Schooß einer Greisinn, vgl. Böckh explic. p. 272; πολιαὶ ματέρες, Soph. O. R. 183; σφόδρα πολιόν, Plat. Parmen. 127 b; übh. alt, νόμος, Aesch. Suppl. 658; ἐν πολιαῖσι φήμαις, Eur. El. 701; οὔτε μάϑημα χρόνῳ πολιὸν οὐδὲν ἔχετε, Plat. Tim. 22 b. – b) bei Hom. noch Beiwort des Wolfes, Il. 10, 334, des Eisens, 9, 366 u. öfter, wie Eur. Suppl. 758; auch χαλκός, Pind. P. 3, 48; und des schäumenden Meeres, in welcher Vrbdg Homer das Wort auch 2 Endgn braucht, ἁλὸς πολιοῖο, Il. 20, 229 Od. 5, 410, neben πολιῆς ἁλός, Il. 12, 284, oft, wie πολιᾶς ἁλός, Pind. Ol. 1, 71; ϑάλασσα, 7, 61; Soph. Ant. 334; πέλαγος, Ar. Av. 350. – c) übh. weiß, hell, heiter; ἔαρ, Hes. O. 479. 496; αἰϑήρ, Eur. Or. 1376; ἀήρ, Ap. Rh. 3, 275; Qu. Sm. 6, 229.
-
24 βότρυς
βότρυς, υος, ὁ, 1) die Weintraube, Il. 18, 562 ( ἅπαξ εἰρημ.); Ar. Equ. 1072 u. öfter; Plat. βοτρύων (was freilich auch von βότρυον herkommen kann) Legg. VII, 844 d. – Bei Diosc. ein wohlriechendes Kraut. – 2) = βόστρυχος, bei sp. D., z. B. ἐϑείρης Nonn. D. 1, 528; χαίτης Agath. 21 (V, 287). – Ohrgehänge, Ar. Poll. 7, 95.
-
25 ξάνθισμα
ξάνθισμα, τό, das Gelbgefärbte, Gelbe, ξανϑίσμασι χαίτης, Paul. Sil. 34 (V, 260), wie κόμης Eur. frg. Dan. 8.
-
26 ἀπο-θλίβω
ἀπο-θλίβω, ausdrücken, ὕδωρ ἐκ χαίτης Anacr. 31, 22; οἶνον ἐκ βοτρύων D. Sic. 3, 62; verdrängen, τῆς οἰκείας χώρας Luc. Iud. Voc. 2; abdrücken, τὰ κράσπεδα Diphil. bei Ath. VII, 292 c.
-
27 ἀν-έλιγμα
-
28 ὀλόπτω
ὀλόπτω, zupfen, rupfen, ausreißen, zerzausen; στήϑεος ἐκ μεγάλου λασίης ἐδράξαο χαίτης, ὤλοψας δὲ βίηφι, Callim. Dian. 76, wie ὠλόψατο χαίτην, Antip. Sid. 99 (VII, 241). Auch = abschälen, abhäuten, καὶ χλοεροῦ νάρϑηκος ἀπαὶ μέσου ἦτρον ὀλόψας, Nic. Th. 595 (also wohl mit λόπος verwandt).
-
29 ἁβροχαίτης
ἁβρο-χαίτης, mit üppigem Haare, Apollo -
30 αἰολοχαίτης
-
31 βαθυχαίτης
βαθυ-χαίτης, βαθυ-χαιτήεις, mit tief herabhängendem, langem Haar -
32 βαθυχαιτήεις
βαθυ-χαίτης, βαθυ-χαιτήεις, mit tief herabhängendem, langem Haar -
33 βοτρυοχαίτης
-
34 γλαυκοχαίτης
-
35 δασυχαίτης
δασυ-χαίτης, zottig, Bock -
36 εὐρυχαίτης
εὐρυ-χαίτης, Διόνυσος, mit buschigem, langgelocktem Haare -
37 εὐχαίτης
εὐ-χαίτης, ὁ, u. εὐ-χαιτίας, mit schönem, langem Haare, Ganymedes; Dionysus; schönrankig, wie λωτός, schönlaubig -
38 ἱππιοχαίτης
ἱππιο-χαίτης, λόφος, mit einem Rosshaarbusch -
39 κισσοχαίτης
κισσο-χαίτης, epheugelockt, mit Epheu das Haar umkränzt -
40 κῡανοχαίτης
κῡανο-χαίτης, ὁ, der dunkel-, schwarzgelockte; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt; vom Pferde: das schwarzgemähnte; vom Hades
См. также в других словарях:
χαίτης — χαίτη loose fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίτῃς — χαίτη loose fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππιοχαίτης — ἱππιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που αποτελείται από τρίχες αλόγου («λόφον ἱππιοχαίτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κισσεο χαίτης, φυκιο χαίτης] … Dictionary of Greek
κισσοχαίτης — και κισσεοχαίτης, ὁ (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο χαίτης, φυκιο χαίτης] … Dictionary of Greek
κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν … Dictionary of Greek
υγροχαίτης — ὁ, Μ αυτός που έχει υγρή χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο χαίτης, χρυσο χαίτης] … Dictionary of Greek
λασιοχαίτης — λασιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδρο χαίτης, κυανο χαίτης)] … Dictionary of Greek
λυσιχαίτης — λυσιχαίτης, ὁ (Μ) λυσίθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + χαίτης(< χαίτη), πρβλ. κυανοχαίτης, χρυσο χαίτης] … Dictionary of Greek
μελαγχαίτης — μελαγχαίτης, δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α) (για τους Κενταύρους και για τον Άδη) μαύρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χαίτη (πρβλ. πυρο χαίτης, χρυσο χαίτης)] … Dictionary of Greek
μελανοχαίτης — μελανοχαίτης, ὁ (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυ χαίτης, χρυσο χαίτης)] … Dictionary of Greek
ορθοχαίτης — ὀρθοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που έχει υψωμένη τη χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. ευρυ χαίτης] … Dictionary of Greek