-
1 κῡανο-χαίτης
κῡανο-χαίτης, ὁ, auch κυανοχαῖτα, Il. 13, 563. 14, 390 ( dat. soll diese Form bei Antim. sein, s. Lob. parall. 184), der dunkel-, schwarzgel ock te; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt, Il. 20, 144 Od. 9, 536; Hes. Th. 278; – aber Il. 20, 224 vom Pferde, das schwarzgemähnte, wie Hes. Sc. 120; – H. h. Cer. 348 vom Hades.
-
2 κῡανοχαίτης
κῡανο-χαίτης, ὁ, der dunkel-, schwarzgelockte; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt; vom Pferde: das schwarzgemähnte; vom Hades
См. также в других словарях:
υγροχαίτης — ὁ, Μ αυτός που έχει υγρή χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο χαίτης, χρυσο χαίτης] … Dictionary of Greek
λασιοχαίτης — λασιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδρο χαίτης, κυανο χαίτης)] … Dictionary of Greek
πολυχαίτης — ο, ΝΑ αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη νεοελλ. 1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες 2. φρ. «υπόθεση… … Dictionary of Greek
σμαραγδοχαίτας — ὁ, Α (για τον Πόντο) αυτός που έχει σμαράγδινη χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + χαίτας (< χαίτη), πρβλ. κυανο χαίτης] … Dictionary of Greek