-
1 παν-τερπής
παν-τερπής, ές, allergötzend, Opp. Cyn. 3, 149 u. a. sp. D.; vgl. Plut. non posse 11.
-
2 ποικιλο-τερπής
ποικιλο-τερπής, ές, auf mannichfaltige Art oder durch Mannichfaltigkeit ergötzend, Antp. Th. 28 (IX, 517).
-
3 πολυ-τερπής
πολυ-τερπής, ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).
-
4 τυμπανο-τερπής
τυμπανο-τερπής, ές, sich des Paukenschlagens freuend, Orph. H. 26, 11.
-
5 φρενο-τερπής
φρενο-τερπής, ές, herzerfreuend, Nonn.
-
6 χορο-τερπής
χορο-τερπής, ές, sich an Chören, Reigentänzen vergnügend, Nonn. D. 20, 24.
-
7 εὐ-τερπής
εὐ-τερπής, ές, wohl erfreuend, ergötzend, ὕμνων ἄνϑος Pind. Ol. 6, 105; φωνή Nestor. 1 (IX, 364).
-
8 εἰαρο-τερπής
εἰαρο-τερπής, ές, des Frühlings sich freuend, Orph. H. 51, 14.
-
9 δυς-τερπής
δυς-τερπής, ές, schlecht ergötzend, d. i. sehr schmerzlich, κακά Aesch. Ch. 275.
-
10 μικρο-τερπής
μικρο-τερπής, ές, sich am Kleinen freuend, Sp.
-
11 νεο-τερπής
νεο-τερπής, ές, neu erfreuend, Opp. Hal. 3, 352 Cyn. 2, 584.
-
12 μελι-τερπής
μελι-τερπής, ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).
-
13 δημο-τερπής
δημο-τερπής, ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.
-
14 θεο-τερπής
θεο-τερπής, ές, Gott erfreuend, Gott gefällig; βιοτή Ep. ad. 594 (IX, 197); Philox. Ath. IV, 147 a.
-
15 ἀ-τερπής
-
16 ὀχλο-τερπής
ὀχλο-τερπής, ές, den großen Haufen, den Pöbel ergötzend (?).
-
17 ἐπι-τερπής
ἐπι-τερπής, ές, erfreulich, angenehm, χῶρος H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς ἰδεῖν Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.
-
18 ἀτερπής
-
19 δημοτερπής
δημο-τερπής, ές, das Volk ergötzend -
20 δυςτερπής
δυς-τερπής, ές, schlecht ergötzend, d. i. sehr schmerzlich
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τέρπῃς — τέρπω delight pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
δημοτερπής — δημοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + τερπής < *τέρπος (το) το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α τερπής, ευ τερπής] … Dictionary of Greek
ευτερπής — εὐτερπής, ές (Α) τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
θεοτερπής — θεοτερπής, ές (AM) αυτός που ευχαριστεί τους θεούς, ο θεάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
θυμοτερπής — θυμοτερπής, ές (Μ) αυτός που τέρπει την ψυχή, αυτός που ευχαριστεί την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
ισοτερπής — ἰσοτερπής, ές (Μ) αυτός που παρέχει ίση τέρψη, ίση ικανοποίηση, με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] … Dictionary of Greek
κακοτερπής — κακοτερπής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται με το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] … Dictionary of Greek
κοσμοτερπής — κοσμοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστεί τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. θυμο τερπής, χορο τερπής] … Dictionary of Greek
λογοτερπής — λογοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστιέται με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τερπής(< τέρπω), πρβλ. επι τερπής, ευ τερπής] … Dictionary of Greek
μελιτερπής — μελιτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + τερπής (< τέρπω), θεο τερπής, θυμο τερπής] … Dictionary of Greek