Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπι-τερπής

См. также в других словарях:

  • ευτερπής — εὐτερπής, ές (Α) τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • θεοτερπής — θεοτερπής, ές (AM) αυτός που ευχαριστεί τους θεούς, ο θεάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • θυμοτερπής — θυμοτερπής, ές (Μ) αυτός που τέρπει την ψυχή, αυτός που ευχαριστεί την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • λογοτερπής — λογοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστιέται με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τερπής(< τέρπω), πρβλ. επι τερπής, ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»