Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ϑεᾶσϑαι

См. также в других словарях:

  • θεᾶσθαι — θεάομαι gaze at pres inf mp θεάω gaze at pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεᾶσθ' — θεᾶσθε , θεάομαι gaze at pres imperat mp 2nd pl θεᾶσθε , θεάομαι gaze at pres subj mp 2nd pl θεᾶσθε , θεάομαι gaze at pres ind mp 2nd pl (epic) θεᾶσθαι , θεάομαι gaze at pres inf mp θεᾶσθε , θεάομαι gaze at imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

  • Teatro — (Del lat. theatrum < gr. theatron .) ► sustantivo masculino 1 ARQUITECTURA, TEATRO Edificio o lugar destinado a la representación de obras dramáticas y otro tipo de espectáculos: ■ la platea del teatro estaba casi llena . 2 TEATRO Público que… …   Enciclopedia Universal

  • θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • θεατικός — θεατικός, ή, όν (Α) [θεατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεάσθαι, στην όραση, στην παρατήρηση («δύναμις θεατικὴ τινῶν» η δύναμη μερικών στο να παρατηρούν, να βλέπουν, Αρρ.) …   Dictionary of Greek

  • παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …   Dictionary of Greek

  • περίστατος — ον, ουδ. και όν, Α [περιίστημι] 1. αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος («περίστατοι οἱ περίβλεπτοι, ἐφ οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι» Λεξ. Ρητ.) 2. αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην… …   Dictionary of Greek

  • teatro — (Del lat. theātrum, y este del gr. θέατρον, de θεᾶσθαι, mirar). 1. m. Edificio o sitio destinado a la representación de obras dramáticas o a otros espectáculos públicos propios de la escena. 2. Sitio o lugar en que se realiza una acción ante… …   Diccionario de la lengua española

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»