-
1 τέρπης
-
2 τέρπῃς
-
3 δυστερπής
δυσ-τερπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστερπής
-
4 εἰαροτερπής
εἰᾰρο-τερπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰαροτερπής
-
5 θεοτέρατος
θεο-τέρᾰτος, ον,A with divine portents, πλάναι θ., of Io's wanderings, dithyrambic phrase in Demetr.Eloc.91 codd. [suff] θεο-τερπής, ές, of a dish, fit for the gods, Philox.2.9; pleasing to God,βιοτή AP9.197
(Marin.); cf. θεοταρπέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοτέρατος
-
6 νεοτερπής
νεο-τερπής, ές,A new and charming, Opp.H. 3.352, etc.: neut. as Adv., with new delight, Id.C.2.584.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοτερπής
-
7 ποικιλοτερπής
ποικῐλο-τερπής, ές,A delighting by variety, AP9.517 (Antip. Thess.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλοτερπής
-
8 πολυτερπής
πολυ-τερπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτερπής
-
9 τυμπανοτερπής
τυμπᾰνο-τερπής, ές,A delighting in drums, Orph.H.27.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυμπανοτερπής
-
10 φρενοτερπής
φρενο-τερπής, ές,A heart-delighting, Nonn.D.4.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρενοτερπής
-
11 χοροτερπής
χορο-τερπής, ές,A delighting in the dance, Nonn.D.14.249.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοροτερπής
-
12 ὀχλοτερπής
ὀχλο-τερπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχλοτερπής
-
13 ἀτερπής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀτερπής
См. также в других словарях:
τέρπῃς — τέρπω delight pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
δημοτερπής — δημοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + τερπής < *τέρπος (το) το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α τερπής, ευ τερπής] … Dictionary of Greek
ευτερπής — εὐτερπής, ές (Α) τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
θεοτερπής — θεοτερπής, ές (AM) αυτός που ευχαριστεί τους θεούς, ο θεάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
θυμοτερπής — θυμοτερπής, ές (Μ) αυτός που τέρπει την ψυχή, αυτός που ευχαριστεί την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
ισοτερπής — ἰσοτερπής, ές (Μ) αυτός που παρέχει ίση τέρψη, ίση ικανοποίηση, με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] … Dictionary of Greek
κακοτερπής — κακοτερπής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται με το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] … Dictionary of Greek
κοσμοτερπής — κοσμοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστεί τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. θυμο τερπής, χορο τερπής] … Dictionary of Greek
λογοτερπής — λογοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστιέται με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τερπής(< τέρπω), πρβλ. επι τερπής, ευ τερπής] … Dictionary of Greek
μελιτερπής — μελιτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + τερπής (< τέρπω), θεο τερπής, θυμο τερπής] … Dictionary of Greek