-
1 θεο-τερπής
θεο-τερπής, ές, Gott erfreuend, Gott gefällig; βιοτή Ep. ad. 594 (IX, 197); Philox. Ath. IV, 147 a.
-
2 θεοτερπής
θεο-τερπής, ές, Gott erfreuend, Gott gefällig
См. также в других словарях:
θεοτερπής — θεοτερπής, ές (AM) αυτός που ευχαριστεί τους θεούς, ο θεάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
μελιτερπής — μελιτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + τερπής (< τέρπω), θεο τερπής, θυμο τερπής] … Dictionary of Greek