-
21 δυςθαλπής
δυς-θαλπής, έος ( θάλπος): ill-warming, chilly, Il. 17.549.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δυςθαλπής
-
22 ἀθαλπής
-
23 δυςθαλπής
δυς-θαλπής, ές, (1) kalt; χειμῶνος δυσϑαλπέος ( ἅπαξ εἰρημέν.), der übel wärmende, oder der Winter, in welchem man sich schwer erwärmt. (2) drückend heiß -
24 ἐπιθαλπής
ἐπι-θαλπής, ές, erwärmend -
25 εὐθαλπής
εὐ-θαλπής, ές, sehr wärmend, sehr warm -
26 ζωθαλπής
ζω-θαλπής, ές, Leben erwärmend, anfachend -
27 ἡλιοθαλπής
ἡλιο-θαλπής, ές, von der Sonne erwärmt -
28 κακοθαλπής
κακο-θαλπής, ές, schlecht wärmend -
29 περιθαλπής
περι-θαλπής, ές, sehr warm -
30 πολυθαλπής
πολυ-θαλπής, ές, sehr wärmend -
31 πυριθαλπής
πυρι-θαλπής, ές, am od. im Feuer erwärmt -
32 θάλπω
Grammatical information: v.Meaning: `warm', rarely intr. `be warm' (Od.),Other forms: aor. θάλψαιDerivatives: θάλπος n. `warmth' (IA) with δυσ-θαλπής `with bad warmth, shivery' (Ρ 549); or from θάλπω; θαλπωρή `refreshment' (Hom.); θάλψις `warming' (Hp.); θαλπνός `warming' (Pi.; cf. τερπνός; Chantraine Formation 193); θαλπεινή `Iris' (Strömberg Pflanzennamen 82); PN Θάλπιος Β 620. Lengthened ptc. pres. θαλπιόων `warm' (τ 319, Arat. 1073; on the formation Risch 274).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: (Connection with θάλλω "make green" is improbable.) The root is also found in θαλυκρός, * dhal-ukʷ-; the syncopated form without -u-, gave θάλπω. Thus Kuiper, Lingua 21 (1968) 270-275; thus Furnée 384, 391. On syncope in Pre-Greek Fur. 378-385. S. θαλυκρός.Page in Frisk: 1,650Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάλπω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζωθαλπής — ζωθαλπής, ές, θηλ. και ζώθαλπις, ιδος (Α) αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
ηλιοθαλπής — ἡλιοθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο * + θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
χλιεροθαλπής — ές, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαρός /χλιερός + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. εὐ θαλπής, κακο θαλπής] … Dictionary of Greek
κακοθαλπής — κακοθαλπής, ές (Α) αυτός που δεν θερμαίνει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θαλπής (< θάλπος), πρβλ. πολυ θαλπής] … Dictionary of Greek
περιθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θαλπής (< θάλπος «ζεστασιά») πρβλ. δυσ θαλπής] … Dictionary of Greek
πυριθαλπής — ές, Α αυτός που θερμαίνεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής] … Dictionary of Greek
χαιροθαλπής — ές, Α αυτός που προξενεί ευχάριστο αίσθημα θαλπωρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
ευθαλπής — εὐθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θαλπής (< θάλπω)] … Dictionary of Greek
ζωοθαλπώ — ζωοθαλπῶ, έω (Α) θερμαίνω τη ζωή, τη δημιουργία, με τη θαλπωρή δημιουργώ ή συντηρώ τη ζωή («καὶ τὸ πνεῡμα ἐπεφέρετο τοῑς ὕδασι ζωοθαλποῡν», Διόδ. Ταρσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπώ (< θαλπής < θάλπος < θάλπω)] … Dictionary of Greek
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek