-
1 πυρι-θαλπής
πυρι-θαλπής, ές, am od. im Feuer erwärmt; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 926; Nic. Th. 40; ὄχημα, Apollonds. 4 (VII, 742); ὕδωρ, Ep. ad. 472 (IX, 632).
-
2 περι-θαλπής
περι-θαλπής, ές, sehr warm; Nic. Ther. 40; ἡλίου ὄχημα, Apollnds. 4 (VII, 742).
-
3 πολυ-θαλπής
πολυ-θαλπής, ές, sehr wärmend, Nonn. 14, 523.
-
4 ζω-θαλπής
ζω-θαλπής, ές, Leben erwärmend, anfachend, Nonn. D. 1, 454.
-
5 κακο-θαλπής
κακο-θαλπής, ές, schlecht wärmend, Hesych.
-
6 εὐ-θαλπής
-
7 δυς-θαλπής
δυς-θαλπής, ές, 1) kalt, Hom. Iliad. 17, 549 χειμῶνος δυσϑαλπέος (ἅπαξ εἰρημέν.), der übel wärmende, oder der Winter, in welchem man sich schwer erwärmt, Apoll. Lex. Hom. p. 61, 9 Δυσϑαλπέος· κακοῠ εἰς τὸ ϑάλπειν. »ἢ καὶ χειμῶνος δυσϑαλπέος.« – 2) drückend heiß, ϑέρος Qu. Sm. 11, 156.
-
8 ἀ-θαλπής
-
9 ἐπι-θαλπής
ἐπι-θαλπής, ές, erwärmend, Hesych.
-
10 ἡλιο-θαλπής
ἡλιο-θαλπής, ές, von der Sonne erwärmt, Hesych.
-
11 δυσθαλπης
-
12 πυριθαλπης
-
13 γεοθαλπής
γεο-θαλπής, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεοθαλπής
-
14 δυσθαλπής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθαλπής
-
15 κακοθαλπής
A warming badly, Hsch. s.v. δυσθαλπέος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοθαλπής
-
16 περιθαλπής
περι-θαλπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιθαλπής
-
17 πολυθαλπής
πολυ-θαλπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυθαλπής
-
18 πυριθαλπής
πῠρι-θαλπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριθαλπής
-
19 ἐπιθαλπής
ἐπι-θαλπής, ές,A = τερπνός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθαλπής
-
20 ἡλιοθαλπής
ἡλιο-θαλπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοθαλπής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζωθαλπής — ζωθαλπής, ές, θηλ. και ζώθαλπις, ιδος (Α) αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
ηλιοθαλπής — ἡλιοθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο * + θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
χλιεροθαλπής — ές, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαρός /χλιερός + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. εὐ θαλπής, κακο θαλπής] … Dictionary of Greek
κακοθαλπής — κακοθαλπής, ές (Α) αυτός που δεν θερμαίνει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θαλπής (< θάλπος), πρβλ. πολυ θαλπής] … Dictionary of Greek
περιθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θαλπής (< θάλπος «ζεστασιά») πρβλ. δυσ θαλπής] … Dictionary of Greek
πυριθαλπής — ές, Α αυτός που θερμαίνεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής] … Dictionary of Greek
χαιροθαλπής — ές, Α αυτός που προξενεί ευχάριστο αίσθημα θαλπωρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
ευθαλπής — εὐθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θαλπής (< θάλπω)] … Dictionary of Greek
ζωοθαλπώ — ζωοθαλπῶ, έω (Α) θερμαίνω τη ζωή, τη δημιουργία, με τη θαλπωρή δημιουργώ ή συντηρώ τη ζωή («καὶ τὸ πνεῡμα ἐπεφέρετο τοῑς ὕδασι ζωοθαλποῡν», Διόδ. Ταρσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπώ (< θαλπής < θάλπος < θάλπω)] … Dictionary of Greek
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek