Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐφραίνει

См. также в других словарях:

  • ἐυφραίνει — ἐϋφραίνει , εὐφραίνω cheer pres ind mp 2nd sg ἐϋφραίνει , εὐφραίνω cheer pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφραίνει — εὐφραίνω cheer pres ind mp 2nd sg εὐφραίνω cheer pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • веселити — ВЕСЕЛ|ИТИ (43), Ю, ИТЬ гл. Веселить, доставлять радость: Питиѥ мѣрьное сыть напълнѩѥть и веселить. Изб 1076, 237; оувѣсть же ˫ако молитсѩ. ѥгда премѣнитсѩ мѩтежа. и зрить ˫ако веселить оумъ ѡ г(с)ѣ просвѣтивъсѩ. (εὐφραίνεται) ПНЧ 1296, 111; жена… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Atlantikos — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …   Deutsch Wikipedia

  • Kritias (Platon) — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …   Deutsch Wikipedia

  • ευφραντής — εὐφραντής, ὁ (Α) [ευφραίνω] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που επευφημεί, που ευφραίνει με επευφημίες …   Dictionary of Greek

  • ευφραντικός — ή, ό (ΑΜ εὐφραντικός, ή, όν) αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό καρύκευμα, ήδυσμα αρχ. (για πρόσ.) εύθυμος. επίρρ... εὐφραντικώς (Α) με ευφροσύνη, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… …   Dictionary of Greek

  • θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • κηλητικός — κηλητικός, ή, όν (Α) [κηλητής] αυτός που θέλγει, που ευφραίνει, θελκτικός («τὸ κηλητικὸν τῆς ἐπιστήμης», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • μελίφρων — μελίφρων, ον (Α) 1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»