-
1 ευφραινω
эп. ἐϋφραίνω (fut. εὐφρᾰνῶ, aor. ион. εὔφρανα; pass.: fut. εὐφρανθήσομαι, aor. ηὐφράνθην)1) радовать, веселить(τινὰ ἐπέεοι, νόημά τινος Hom.; θυμόν τινος Pind.; τινὰ διά τι Plat.)
; pass. радоваться, веселиться, быть довольным(τινι Pind., Plat., NT.; ἐπί τινι Arph., Xen., NT.; διά и ἀπό τινος Xen.; ἐπί τι и ἔν τινι NT.)
μηδέν τι μᾶλλον ἢ νοσῶν εὐφραίνεται Soph. — его настроение нисколько не улучшилось после болезни2) доставлять удовольствие, быть приятным(ὅ λιβανωτὸς ἀπολλύμενος εὐφραίνει Arst.)
-
2 κταομαι
ион. κτέομαι (ион. pf. ἔκτημαι, ppf. ἐκεκτήμην и κεκτήμην - ион. ἐκτήμην, fut. 3 κεκτήσομαι и ἐκτήσομαι, inf. pf. ἐκτῆσθαι, conjct. κέκτωμαι, opt. κεκτῄμην; pass. aor. ἐκτήθην; adj. verb. κτητός)1) приобретать, наживать(κτήματα, οἰκῆας Hom.; φίλους Soph.; ἑταίρους Eur.; εἰρήνην Plut.; τι διὰ χρημάτων NT.)
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι Dem. — часто кажется, что уберечь добро труднее, чем нажить;κ. βίον ἀπό τινος Her. — извлекать средства к жизни из чего-л.;κτήσασθαί τινα πολέμιον Xen. — нажить себе врага в ком-л.;κτήσασθαι κακὸν λόγον πρός τινος Eur. — заслужить осуждение у кого-л.2) приживать, порождать(παῖδας ἐκ γυναικός Eur.)
3) (в pf., ppf., fut. 3) иметь, владеть, обладатьτὸ κεκτῆσθαι τἀγαθὰ καὴ τὸ χρῆσθαι αὐτοῖς Plat. — обладание благами и пользование ими;
ἀπειπεῖν ὅπλα μέ ἐκτῆσθαι Her. — запретить (кому-л.) иметь оружие;φωνέν βάρβαρον κεκτημένος Aesch. — говорящий на чужом языке;τινὰ σύιιμαχον κεκτημένος Eur. — имеющий кого-л. в качестве союзника;(τὰ χρήματα) καὴ κτωμένους εὐφραίνει, καὴ κεκτημένους ποιεῖ ζῆν Xen. — богатство радует приобретающих (его) и дает возможность жить обладающим (им);ἕτερον μέν τι τὸ κεκτῆσθαι τέν ἐπιστήμην, ἕτερον δὲ τὸ ἔχειν Plat. — одно дело обладать знанием, другое - иметь его (обладать - в знач. приобрести - можно и ложным знанием, а иметь, по мнению Платона, можно лишь истинное);ὅ κεκτημένος Trag. — владелец, хозяин, тж. повелитель, господин;ἥ κεκτημένη Arph. — госпожа;οἱ κτώμενοι Arst. — состоятельные люди, имущие;κτηθεῖσα Eur. — служанка, рабыня4) навлекать на себя(κακά, ὀργάν τινος Soph.; συμφοράς Eur.)
κτήσασθαι αὑτῷ θάνατον Soph. — найти (долгожданную) смерть;κτήσασθαι ἔχθραν πρός τινα Thuc. — навлечь на себя чью-л. вражду;κτήσασθαι δυσσέβειαν Soph. — навлечь на себя упрек в нечестивости;ὅ κεκτημένος τὸν φθόνον Plat. — завистник -
3 οίνος
οίνος οвино, используемое для совершения таинства Божественной Евхаристии, см. примечание 1ΦΡ.οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου (Ψαλμ. 103, 15) — вино веселит сердце человека (Пс. 103, 15)Этим.Происхождение слова не известно. Однако корень οιν- в значении «вино» встречается в разных языках: лат. vinum, арм. gini, ирл. gin, гот. wein, слав. вино (заимствование из латинского и немецкого языков)
См. также в других словарях:
ἐυφραίνει — ἐϋφραίνει , εὐφραίνω cheer pres ind mp 2nd sg ἐϋφραίνει , εὐφραίνω cheer pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραίνει — εὐφραίνω cheer pres ind mp 2nd sg εὐφραίνω cheer pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
веселити — ВЕСЕЛ|ИТИ (43), Ю, ИТЬ гл. Веселить, доставлять радость: Питиѥ мѣрьное сыть напълнѩѥть и веселить. Изб 1076, 237; оувѣсть же ˫ако молитсѩ. ѥгда премѣнитсѩ мѩтежа. и зрить ˫ако веселить оумъ ѡ г(с)ѣ просвѣтивъсѩ. (εὐφραίνεται) ПНЧ 1296, 111; жена… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Atlantikos — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… … Deutsch Wikipedia
Kritias (Platon) — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… … Deutsch Wikipedia
ευφραντής — εὐφραντής, ὁ (Α) [ευφραίνω] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που επευφημεί, που ευφραίνει με επευφημίες … Dictionary of Greek
ευφραντικός — ή, ό (ΑΜ εὐφραντικός, ή, όν) αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό καρύκευμα, ήδυσμα αρχ. (για πρόσ.) εύθυμος. επίρρ... εὐφραντικώς (Α) με ευφροσύνη, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… … Dictionary of Greek
θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
κηλητικός — κηλητικός, ή, όν (Α) [κηλητής] αυτός που θέλγει, που ευφραίνει, θελκτικός («τὸ κηλητικὸν τῆς ἐπιστήμης», Αθήν.) … Dictionary of Greek
μελίφρων — μελίφρων, ον (Α) 1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.… … Dictionary of Greek