-
1 ευτελή
εὐτελήςeasily paid for: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐτελήςeasily paid for: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐτελήςeasily paid for: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 εὐτελῆ
εὐτελήςeasily paid for: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐτελήςeasily paid for: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐτελήςeasily paid for: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 frivolus
frīvolus, a, um (v. frio), zerbrechlich, wertlos, I) eig., nur subst., frīvolum, ī, n., eine wertlose Kleinigkeit, Bagatelle, nescio quid frivoli, Suet. Cal. 39, 2: u. so Plur. frīvola, ōrum, n. (= σκευᾰρια ευτελη πάνυ, Gloss.; vgl. Paul. ex Fest. 90, 6. Isid. 9, 7, 26), ärmlicher Hausrat od. Haushalt, armselige Habe, Sen. contr. 2, 1 (9), 2. Sen. de tranqu. an. 1, 9. Ulp. dig. 13, 7, 11. § 5. Iuven. 3, 198 u. 5, 58. – II) übtr., wertlos, bedeutungslos, armselig, abgeschmackt, fade, albern, nichtig, a) v. Lebl.: sermo, Cornif. rhet.: iactatio, Sen. rhet.: iactantia, Quint.: insolentia, Phaedr.: plane frivola et frigida fides, Tertull.: iocus Plin.: convivia, Quint.: pisces, Apul.: quod est in primis frivolum ac scaenicum, Quint. – m. 2. Supin., frivolum dictu, Plin. 7, 186. – Plur. subst., frīvola, ōrum, n., nichtssagende Worte (Vorwürfe), Quint. 7, 2, 34; u. unnütze Kleinigkeiten, Capit. Albin. 5, 11. Vopisc. Aurel. 3, 1 u. Saturn. 11, 4: Ggstz. graviora, Apul. de deo Socr. prol. in. p. 1, 5 G. – b) v. Pers., läppisch, frivolo amentique similis, Suet. Claud. 15, 1.
-
4 καλῑός
καλῑός, ὁ, Hütte, nach VLL. τὰ εὐτελῆ οἰκήματα; Gefängniß, Cratin. bei Poll. 10, 160 εἰς τὸν καλιόν, εἰ τύχοι, καϑείργνυται.
-
5 ἀγοραῖος
ἀγοραῖος, αία, αῐον, Plut., Herodian, wie Pollux 7, 6. Auch ἡ ἀγοραῖος (ἀγορά), den Markt betreffend: a) ϑεοὶ ἀγοραῖοι, Aesch. Ag. 90 ch., entgegengesetzt den οὐράνιοι, die auf dem Markt verkehrten; aber auch die den Versammlungen Vorstehenden, wie Θέμις ἀγοραία von Hes. ἐκκλησιαστική erkl. wird, mit Hinblick auf Od. 2, 69. Ebenso stellt Poll. 1, 24 ϑεοὶ φράτριοι, ἀγοραῖοι, ἐπικάρπιοι, στράτιοι zusammen. Bes. heißt so Ζεύς, wobei nach alten Erkl. mehr an die Versammlungen zu denken ( ἐν ἐκκλησίαις καὶ δίκαις δίκην διδοὺς ἀγοραῖος κέκληται), Aesch. Eum. 931; Διὸς ἀγοραίου ἱκέται ὄντες Eur. Heracl. 70; Her. 5, 46; Aristoph. Equitt. 408. 498; Theophr. bei Stob. flor. 44, 22; Plut. de gen. Socr., wo ihm Μοῠσαι hinzugefügt sind; vgl. Paus. 3, 11, 8. 5, 15, 3. So Ἑρμῆς, wo an den Handel zu denken, Cornut. de N. D., ἐπίσκοπος γὰρ τῶν ἀγοραζόντων; Aristoph. Equitt. 297; Luc. Jup. Trag. 33; cf. Paus. 1, 15, 2. 9, 7. 9, 17, 1. Einzeln kommen bei Paus. vor: Ἄρτεμις 5, 15, 3 (ἀγοραία), Ἀϑηνᾶ 3, 11, 8. – b) ἄνϑρωποι ἀγοραῖοι, auf dem Markt verkehrende M., VLL. οἱ ἐν ἀγορᾷ καταστρεφόμενοι, zunächst Krämer, mitden κάπηλοι, den Kaufleuten, ἔμπο-ροι, entgegengesetzt, Xen. Lac. 3, 13; Her. 1, 93 verb. sie mit χειρώνακτες, 2, 141 mit κάπηλοι und χειρ. Allgemeiner Arist. Pol. IV, 3 τὸ ἀγοραῖον (γένος) τὸ περὶ πράσεις καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ καπηλείας διατρῖβον; IV, 4 init. kürzer τὸ περὶ ὠνὴν καὶ πρᾶσιν; VI, 2 stellt er βάναυσοι u. τὸ ϑητικόν mit ἀγ. ἄνϑρωποι zusammen; Oec. II sind τέλη ἀγοραῖα Waarenzölle. – c) Nach B. A. 339 (ἀγοραῖος νοῦς ὁ πάνυ εὐτελὴ, καὶ συρφετώδης οὐδὲ πεφροντισμένος, οἱγὰρ ἀγς ἄνϑρωποι ἀμαϑεῖς καὶ ἀπαίδευτοι) nahm das Wort die Bdtg gem ein, schlechtan; Ar. Equ. 214, von einem zu einem Demagogen befähigten Menschen, γέγονας κακός, ἀγοραῖος εἶ, du bist ein Mann des Markts; Ran. 1075 πανοῦργος καὶ ἀγ., ein Pflastertreter; Plat. Prot. 347 e ἀγ. καὶ φαῦλοι; Theophr. Char. 6 τῷ ἤϑει ἀγ. gemein von Charakter. Uebrtr. σκώμματα, gemeine. Witze, Arist. Pax 750; ἀγοραῖα τεκμήρια Aeschin. 1, 125, wie Arist. Eth. N. VIII, 13, 6 ἀγοραία φιλία der ἰλευϑεριωτέρα entgegensetzt, und Luc. Histor. conscr. 44 ὀνόματα ἀγ, καὶ καπηλικά, Plut. Symp. 1, 1 λόγος βάναυσος καὶ ἀγ. zusammenstellt; ὀψάρια ἀγοραῖα Diphil. Ath. VII, 292 b. Sp. auch im guten Sinne, Plut. Pericl. 11 ἀγ. καὶ πολιτικός, der in der Volksversammlung herrschende; vgl. Symp. 7, 7; aber de vit. pud. 8 ist ἀνὴρ ἀγ. ein gewandter Advocat. – d) B. A. 330 ἀγοραίαν δίκην, τὴν δικαιολογίαν deutet an, daß es auch von Processen gebraucht wurde. So Her. ἀγοραῖος διαφορά 7, 9, διοίκησις 6, 2; Plut. χρεία ἀγ. Lyc. 25. – Ben comparat. ἀγοραιότεροι hat Ptol. Euerg. bei Ath. X, 438 f. Nach Ammon. machte man den Unterschied, daß ἀγόραιος ὁ πονηρός, ὁ ἐν ἀγορᾷ τεϑραμμένος (c), ἀγοραῖος ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ τιμώμενος (a), was, zu eng, auch auf (b) auszudehnen ware. – Adv., ἀγοραίως λέγειν Dionys. C. V. 10, 11, pöbelhaft reden; oder advokatenmäßig, Plut. C. Graech. 4 Ant. 24.
-
6 παρεμβυω
-
7 металл
το μέταλλ/οнаплавлять - γεμίζω με -, ηλεκτροκολλώ με --тяжёлый - хим. βαρύ -чёрные - ы μαύρα - α, ευτελή - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > металл
-
8 frivolus
frīvolus, a, um (v. frio), zerbrechlich, wertlos, I) eig., nur subst., frīvolum, ī, n., eine wertlose Kleinigkeit, Bagatelle, nescio quid frivoli, Suet. Cal. 39, 2: u. so Plur. frīvola, ōrum, n. (= σκευᾰρια ευτελη πάνυ, Gloss.; vgl. Paul. ex Fest. 90, 6. Isid. 9, 7, 26), ärmlicher Hausrat od. Haushalt, armselige Habe, Sen. contr. 2, 1 (9), 2. Sen. de tranqu. an. 1, 9. Ulp. dig. 13, 7, 11. § 5. Iuven. 3, 198 u. 5, 58. – II) übtr., wertlos, bedeutungslos, armselig, abgeschmackt, fade, albern, nichtig, a) v. Lebl.: sermo, Cornif. rhet.: iactatio, Sen. rhet.: iactantia, Quint.: insolentia, Phaedr.: plane frivola et frigida fides, Tertull.: iocus Plin.: convivia, Quint.: pisces, Apul.: quod est in primis frivolum ac scaenicum, Quint. – m. 2. Supin., frivolum dictu, Plin. 7, 186. – Plur. subst., frīvola, ōrum, n., nichtssagende Worte (Vorwürfe), Quint. 7, 2, 34; u. unnütze Kleinigkeiten, Capit. Albin. 5, 11. Vopisc. Aurel. 3, 1 u. Saturn. 11, 4: Ggstz. graviora, Apul. de deo Socr. prol. in. p. 1, 5 G. – b) v. Pers., läppisch, frivolo amentique similis, Suet. Claud. 15, 1.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > frivolus
-
9 наружность
-и θ.εμφάνιση, θεωρία, θωριά• παρουσιαστικό όψη• φαινομενικότητα•у него прекрасная наружность αυτός έχει πολύ ωραία εμφάνιση•
судя по -и κρίνοντας από την. εμφάνιση;•
наружность обманчива το παρουσιαστικό είναι απατηλό•
под прекрасной -ью он скрывает низкую душу αυτός κρύβει την ευτελή ψυχή του κάτω από την ωραία εμφάνιση.
|| το εξωτερικό (αντικειμένου)•наружность дома το εξωτερικό του σπιτιού.
-
10 низменный
επ., βρ: -мен, -менна, -меню;1. βαθύπεδος• χαμηλός• πεδινός•-ая местность χαμηλή τοποθεσία.
2. μτφ. χαμερπής, ευτελής, ποταπός, ελεεινός• πρόστυχος•-ые желания χαμαιζηλίες•
-ая душа κολασμένη ψυχή•
-ые побуждения ευτελή κίνητρα.
3. ασήμαντος, μηδαμηνός. -
11 тряпка
-и θ.1. κουρέλι, ράκος• πατσαβούρα•половая тряпка το σφουγγαρόπανο•
кукла из -пок κουρελόκουκλα•
тряпка для пыли ξεσκονόπανο.
2. πλθ. -и ευτελή γυναικεία λούσια.3. πλθ. -и βλ. тряпь.4. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος• ελεεινού (άθλιου) χαρακτήρα. -
12 чёрный
επ., βρ: чрен, черна, черно.1. μαύρος, μέλας, μελανός•-ая краска μαύρο χρώμα•
чёрный дым μαύρος καπνός•
чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.
2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•-ая раса μαύρη φυλή.
ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.
4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•-ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•
-ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.
|| μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•-ая лестница η πισινή σκάλα•
чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•
чёрный двор η πισινή αυλή•
чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.
5. ανειδίκευτος•-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.
|| ρυπαρός, βρώμικος.6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•-ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.
7. βλ. тягловый (1 σημ.).8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.9. βλ. чародейный.ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.10. αρνητικός, άσχημος•выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.
11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•-ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•
-ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).
|| (για χρόνο) δύσκολος•чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.
12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•-ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•
-ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.
εκφρ.-ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•- ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•- ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•- ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•- ая кровь – το φλεβικό αίμα•чёрный лес – βλ. чернолесье•- ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•- ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•- ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•- ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•- ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•- ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•- ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•- ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•- ая тропа – βλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•- ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα. -
13 βαῖτυξ
-
14 λαγαρίζομαι
λᾰγᾰρίζομαι, [voice] Pass., dub. sens., Ar.V. 674 ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον, expld. by Sch. τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὅ ἐστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα, i.e.A getting a poor living out of the ballot-box.II prob. scrape, Pherecr.121.III jog or nudge with the elbow, = σκαλεύειν, Hsch. (v.l. λαγαρυζόμενον in Ar.l.c., λαγυριζόμενοι in Pherecr. l.c.).B intr. in [voice] Act., of the pulse, Archig. ap. Gal.8.662.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγαρίζομαι
-
15 σπάργανον
A band for swathing infants, ib.151,306, Pi.N.1.38: mostly in pl., swaddling-clothes, h.Merc.237, Pi.P.4.114;παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις A.Ch. 755
, cf. 529, 759, Ag. 1606;εἰς σπάργανά μ' αὐτὸς ἔθηκεν Epigr.Gr.314.6
(Smyrna, iii A.D.); ἐκ πρώτων ς. ab incunabulis, S.E.M.1.41; τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ ς. a mean origin, Hdn.7.1.2:—hence,2 in Trag. and Com., objects left with an exposed child, the marks by which a person's true birth and family are identified (Lat. crepundia, monumenta), S.OT 1035, Men.Pk.15, Donat. ad Ter.Eun.753; so prob. τούτου (sc. τοῦ Τηλέφου) δὸς.. μοι τὰ ς. Ar.Ach. 431.II a plant,= ὠκιμοειδές, f.l. for σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάργανον
-
16 ἐπιρρώπια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρώπια
-
17 βαίτη
Grammatical information: f.Meaning: `shepherds or peasants coat (or tent) of skins' (Hdt.), also `covered hall' (Magnesia, Mantinea; s. Gossage, Class. Rev. N.S. 9 (1959) 12f.Derivatives: βαίτωνα τὸν εὑτελῆ ἄνδρα in oppos. to βαιτάς εὑτελης γυνη, i.e. `vile scortum' H.; cf. on βλίτον.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. S. Pisani Sprache 1, 138; improbable Krogmann KZ 71, 121ff. (to Skt. jīná-). From βαίτη Goth. paida `χιτών' and other Germ. words, OHG pfeit f. `shirt, coat' etc..; from Germ. Finn. paita `shirt' (Thumb Zeitschr. f. d. Wortf. 7, 261ff.). Here probably also (with k-Suffix) Alb. petk `coat'; if this word continues *paitakā, the word is prob. Pre-Greek (Fur. 158).Page in Frisk: 1,210-211Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαίτη
См. также в других словарях:
εὐτελῆ — εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτελής easily paid for masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ … Dictionary of Greek
PROCER — apud Capitolin. in Maximinis, c. 2. Et in prima quidem pueritia fuit pastor, nonnumquam Procer, qui latronibus insidiaretur: dicitur, qui pastorum, ad pugnandum contra latrones adunatorum, dux erat. Scribit enim de Maximino Herodian. l. 7. c. 1.… … Hofmann J. Lexicon universale
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
ρωπογράφος — (I) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + γράφος*]. (II) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά.… … Dictionary of Greek
σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
благоконьчьнъ — (1*) пр. Зд. Преходящий: ѡни бо временно а не всегда. и бл҃гоконечна и мимотекуща. наше же бесм҃ртно и вѣчно. и нѣтлѣнно (εὐτελῆ) ФСт XIV, 74г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обоувеньѥ — ОБОУВЕНЬ|Ѥ (2*), ˫А с. 1.Действие по гл. обѹти в 1 знач.: и правила надъ всѣми и о || всѣхъ... чтенье и пѣнье. мл҃тва и молчанье. одѣнье и обувенье. (ὑποδήσει) ФСт XIV, 166б–в. 2. То же, что обѹвь в 1 знач.: пребудемъ терпѧще добльнѣ в покорьнѣмъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CAPITONES — apud Arnobium, adv. Gentes l. 5. Ergo dicendum est quosdam Captiones, silunculos, frontones etc. sunt quibus caput solitô vastius. Glossae veteres: Capito, κεφαλίων. Plautus vero duros Capitones facete appellavit parasitos quod ollas sibi in… … Hofmann J. Lexicon universale
PANIS Sequens — qui mundum excipit, idem cum secundo. Et sane sequens ac secundus res eadem et ex eodem fonte sunt voces: Secundum enim Veteres dicebant, et scribebant pro sequendum; atque inde secundus vel sequendus, qui sequi debet, i. e. proximus a primo ut… … Hofmann J. Lexicon universale