Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐτελῆ

См. также в других словарях:

  • εὐτελῆ — εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτελής easily paid for masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ …   Dictionary of Greek

  • PROCER — apud Capitolin. in Maximinis, c. 2. Et in prima quidem pueritia fuit pastor, nonnumquam Procer, qui latronibus insidiaretur: dicitur, qui pastorum, ad pugnandum contra latrones adunatorum, dux erat. Scribit enim de Maximino Herodian. l. 7. c. 1.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ρωπογράφος — (I) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + γράφος*]. (II) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • благоконьчьнъ — (1*) пр. Зд. Преходящий: ѡни бо временно а не всегда. и бл҃гоконечна и мимотекуща. наше же бесм҃ртно и вѣчно. и нѣтлѣнно (εὐτελῆ) ФСт XIV, 74г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обоувеньѥ — ОБОУВЕНЬ|Ѥ (2*), ˫А с. 1.Действие по гл. обѹти в 1 знач.: и правила надъ всѣми и о || всѣхъ... чтенье и пѣнье. мл҃тва и молчанье. одѣнье и обувенье. (ὑποδήσει) ФСт XIV, 166б–в. 2. То же, что обѹвь в 1 знач.: пребудемъ терпѧще добльнѣ в покорьнѣмъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CAPITONES — apud Arnobium, adv. Gentes l. 5. Ergo dicendum est quosdam Captiones, silunculos, frontones etc. sunt quibus caput solitô vastius. Glossae veteres: Capito, κεφαλίων. Plautus vero duros Capitones facete appellavit parasitos quod ollas sibi in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANIS Sequens — qui mundum excipit, idem cum secundo. Et sane sequens ac secundus res eadem et ex eodem fonte sunt voces: Secundum enim Veteres dicebant, et scribebant pro sequendum; atque inde secundus vel sequendus, qui sequi debet, i. e. proximus a primo ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»