-
1 ωκιμοειδές
-
2 ὠκιμοειδές
-
3 ὠκιμοειδής
ὠκῐμοειδής, ές,II ὠκιμοειδές, τό, catchfly, Silene gallica, Dsc.4.28, Gal.12.158.2 = χαμαιλέων μέλας, Dsc.3.9.3 = κλινοπόδιον, ib.95.4 = ἔρινος, Campanula Erinos, small rampion, Ps.-Dsc.4.141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκιμοειδής
-
4 αὔγειον
αὔγειον, τό,A = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὔγειον
-
5 θυρσίτης
A v.l. -ῖτις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρσίτης
-
6 μισοπαθές
μῑσο-πᾰθές, τό,A = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισοπαθές
-
7 νεμέσιον
νεμέσιον, τό,A = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεμέσιον
-
8 πορφυρίς
A purple garment or covering, X.Cyr.2.4.6; distd. from φοινικίς, ib.8.3.3, cf. Poll.7.55;π. θαλαττία Plb.38.7.2
; π. ἐξίτηλοι, opp.ἀληθιναί, X.Oec.10.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.196, Luc.Hist.Conscr.10, Nigr. 13,etc.2 = ὠκιμοειδές, ib.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρίς
-
9 προβαταία
προβᾰτ-αία, ἡ,A = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβαταία
-
10 σκορπίουρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκορπίουρος
-
11 σπάργανον
A band for swathing infants, ib.151,306, Pi.N.1.38: mostly in pl., swaddling-clothes, h.Merc.237, Pi.P.4.114;παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις A.Ch. 755
, cf. 529, 759, Ag. 1606;εἰς σπάργανά μ' αὐτὸς ἔθηκεν Epigr.Gr.314.6
(Smyrna, iii A.D.); ἐκ πρώτων ς. ab incunabulis, S.E.M.1.41; τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ ς. a mean origin, Hdn.7.1.2:—hence,2 in Trag. and Com., objects left with an exposed child, the marks by which a person's true birth and family are identified (Lat. crepundia, monumenta), S.OT 1035, Men.Pk.15, Donat. ad Ter.Eun.753; so prob. τούτου (sc. τοῦ Τηλέφου) δὸς.. μοι τὰ ς. Ar.Ach. 431.II a plant,= ὠκιμοειδές, f.l. for σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάργανον
-
12 φιλεταίριον
A = πολεμώνιον, Dsc.4.8 (also [full] φῐλεταιρίς, ίδος, ἡ, Plin.HN25.99; but = ῥάμνος, a spinous buckthorn, Nic.Th. 632, where φιλέταιριν codd.).II = ὠκιμοειδές, Dsc.4.28.2 = κληματίς, Ps.-Dsc.4.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλεταίριον
-
13 ἀλθαία
ἀλθαία, ἡ,A marsh mallow, Althaea officinalis, Thphr.HP9.15.5, Aret.CA1.6.2 = δενδρομαλάχη, Gal.12.67.3 = ὠκιμοειδές, Ps.Dsc.4.28. (For [full] ἀλθαιᾶτις, ἡ, EM63.12, ἀλθαία τις should be read.) -
14 ἀμαρανθίς
ἀμαρανθίς, ἡ,A = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαρανθίς
-
15 ἀντίμιμος
ἀντίμῑμ-ος, ον,A closely imitating, ἠχή, of an echo, Callistr.Stat.9;τινός Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a29; of man as a microcosm,ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.Anat.1
;ἀ. οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9
, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat.,ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar. Th.17
.II = μανδραγόρας, Dsc.4.75; = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίμιμος
-
16 ἐλάφειος
A of a stag or hart, κέρας hartshorn, Arist.HA 534b23; ἐ. κρέα venison, X.An.1.5.2, PSI6.594.15 (iii A.D.).b ἐ. δίκτυα for catching stags, Aen.Tact.11.6, 38.7.2 deer-like, cowardly, EM326.10.3 ἐλάφειον, τό,= ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλάφειος
-
17 ἔχιον
II = ὠκιμοειδές, Dsc.4.28, Sch.Nic.Th. 637. -
18 ὑαινοψώνιον
ὑαινοψώνιον, τό,A = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28 (corr. Wellm., ὑενόψωδον, ὑαινόψολον codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑαινοψώνιον
-
19 νέμεσις
νέμεσις, - εωςGrammatical information: f.Meaning: `righteous anger, retribution' (Il.), also personified (Hes.); on the meaning below.Derivatives: Νεμέσια n. pl. `Nemesisfeast' (D.), νεμέσιον n. appellativ. as plantname = ὠκιμοειδές (Ps.-Dsc.); Νεμεσεῖον (- ιον) `Nemesistemple' (hell. inscr.); νεμεσίτης λίθος m. name of a magic stone (Cyran.; Redard 58). Denominative verbs: 1. νεμεσ(σ)άομαι, - άω, aor. νεμεσ(σ)-ηθῆναι, - ήσασθαι, - ῆσαι, verbal adj. - ητός `become unwilling, rage, be perturbed' (Il.); analog. after other verbs in - άομαι, - άω (cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 358, Schwyzer 727), - σσ- beside - σ- (thus also νεμέσσι dat. sg. Z 335) also analogical-metrical (not with Schwyzer 321 from τι̯); νεμεσητικός `prone to perturbation' (Arist.), νεμεσήμων `unwilling, perturbed' (Call., Nonn.). -- 2. νεμεσίζο-μαι, only present and ipf., `id.' (Hom.).Etymology: Formation in - τις (cf. γένεσις, Λάχεσις; s. on λαγχάνω), often connected with νέμω. So the meaning would be prop. *'the (right) assignment, the attribution, imputatio'; thus perhaps still in the usual ep. expression οὑ νέμεσις ( τινί) prop. `one cannot attribute (to somebody), i.e. not reproach, that...' (cf. Bischoff Gnomon 15, 549 n. 1). Further hypotheses in Holt Les noms d'action en - σις 75f., Benveniste Noms d'agent 79; also von Erffa Phil. Supp. 30: 2, 30ff. ( νέμεσις: αἰδώς), Irmscher Götterzorn 21 ff., Henter Lexis 3, 229f., Martinazzoli Stud. itfilel. N.S. 21, 11ff.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νέμεσις
См. также в других словарях:
ὠκιμοειδές — ὠκιμοειδής like masc/fem voc sg ὠκιμοειδής like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχιον — το (Α ἔχιον) [έχις] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, κν. βοϊδόγλωσσα αρχ. βοτ. το φυτό σαπωνόφυτον το ωκιμοειδές … Dictionary of Greek
εχίειος — ἐχίειος, α, ον (ΑΜ) [έχις] μσν. εχιδναίος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχίειον και ἔχιον το φυτό σαπωνόφυτο το ωκιμοειδές, κν. φιδοβότανο … Dictionary of Greek
θυρσίτης — θυρσίτης, ὁ (Α) [θύρσος] 1. είδος ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές 2. είδος πολύτιμου λίθου που μοιάζει με κοράλλι … Dictionary of Greek
μισοπαθές — μισοπαθές, τὸ (Α) το φυτό ωκιμοειδές … Dictionary of Greek
νεμέσιον — νεμέσιον, τὸ (Α) [νέμεσις] το φυτό ωκιμοειδές … Dictionary of Greek
νεμεσία — η 1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών και ημιθαμνοειδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nemesia < νεολατ. nemesia < νεμέσιον «το φυτό ωκιμοειδές»] … Dictionary of Greek
πορφυρίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα 2. ονομασία πτηνού («τανύπτερος... πορφυρίς», Ίβοκ.) 3. α) το φυτό άγ χουσα β) το φυτό ὠκιμοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
προβαταία — ἡ, Α το φυτό ωκιμοειδές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. αία (πρβλ. δαφν αία)] … Dictionary of Greek
σκορπίουρος — ο, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή τής τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτα αρχ. 1. το φυτό σκορπιοειδές* 2. το γνωστό με… … Dictionary of Greek
υαινοψώνιον — τὸ, ΜΑ το φυτό ὠκιμοειδές* … Dictionary of Greek