Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠκιμοειδές

См. также в других словарях:

  • ὠκιμοειδές — ὠκιμοειδής like masc/fem voc sg ὠκιμοειδής like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχιον — το (Α ἔχιον) [έχις] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, κν. βοϊδόγλωσσα αρχ. βοτ. το φυτό σαπωνόφυτον το ωκιμοειδές …   Dictionary of Greek

  • εχίειος — ἐχίειος, α, ον (ΑΜ) [έχις] μσν. εχιδναίος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχίειον και ἔχιον το φυτό σαπωνόφυτο το ωκιμοειδές, κν. φιδοβότανο …   Dictionary of Greek

  • θυρσίτης — θυρσίτης, ὁ (Α) [θύρσος] 1. είδος ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές 2. είδος πολύτιμου λίθου που μοιάζει με κοράλλι …   Dictionary of Greek

  • μισοπαθές — μισοπαθές, τὸ (Α) το φυτό ωκιμοειδές …   Dictionary of Greek

  • νεμέσιον — νεμέσιον, τὸ (Α) [νέμεσις] το φυτό ωκιμοειδές …   Dictionary of Greek

  • νεμεσία — η 1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών και ημιθαμνοειδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nemesia < νεολατ. nemesia < νεμέσιον «το φυτό ωκιμοειδές»] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα 2. ονομασία πτηνού («τανύπτερος... πορφυρίς», Ίβοκ.) 3. α) το φυτό άγ χουσα β) το φυτό ὠκιμοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • προβαταία — ἡ, Α το φυτό ωκιμοειδές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. αία (πρβλ. δαφν αία)] …   Dictionary of Greek

  • σκορπίουρος — ο, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή τής τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτα αρχ. 1. το φυτό σκορπιοειδές* 2. το γνωστό με… …   Dictionary of Greek

  • υαινοψώνιον — τὸ, ΜΑ το φυτό ὠκιμοειδές* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»