-
1 ευγλωττία
εὐγλωττίᾱ, εὐγλωσσίαglibness of tongue: fem nom /voc /acc dual (attic)εὐγλωττίᾱ, εὐγλωσσίαglibness of tongue: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐγλωττίαι, εὐγλωσσίαglibness of tongue: fem nom /voc pl (attic)εὐγλωττίᾱͅ, εὐγλωσσίαglibness of tongue: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐγλωττία
εὐγλωττία, ας, ἡ (s. γλῶσσα; Eur. et al; Maximus Tyr. 25, 2d) smoothness of tongue, with implication of ingratiating manner, glibness, fluency of speech Ro 16:18 v.l. (on this rdg. JNorth, NTS 42, ’96, 600f; cp. εὐλογία).—DELG s.v. γλῶχε. -
3 εὐγλωττία
Βλ. λ. ευγλωττία -
4 εὐγλωττίᾳ
Βλ. λ. ευγλωττία -
5 ευγλωττίας
εὐγλωττίᾱς, εὐγλωσσίαglibness of tongue: fem acc pl (attic)εὐγλωττίᾱς, εὐγλωσσίαglibness of tongue: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 εὐγλωττίας
εὐγλωττίᾱς, εὐγλωσσίαglibness of tongue: fem acc pl (attic)εὐγλωττίᾱς, εὐγλωσσίαglibness of tongue: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ευγλωττίαν
-
8 εὐγλωττίαν
-
9 εὐγλωσσία
A glibness of tongue, fluency of speech, E. Fr.206.4, Ar.Eq. 837, Ps.-Ptol. Centil.38, Iamb. Protr.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγλωσσία
-
10 κηρύσσω
Aἐκήρυσσον Il.2.444
, Th. 1.27, - υττον And.1.112: [tense] fut. - ύξω Ar.Ec. 684, [dialect] Dor. : [tense] aor.ἐκήρυξα Hdt.1.194
( ἀπο-), etc., [dialect] Aeol. part.καρύξαισα Pi.I.4
(3).25: [tense] pf. κεκήρῡχα ( ἐπι-) D.19.35:—[voice] Pass., [tense] fut.κηρυχθήσομαι X. Cyr.8.4.4
, Aeschin.3.230, : [tense] aor. , etc.: [tense] pf.κεκήρυγμαι E.Fr.1
, Th.4.38:—to be a herald, officiate as herald,κηρύσσων γήρασκε Il.17.325
.2 make proclamation as a herald, λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων let them convene the people by voice of herald, Il.2.438, cf. 444, Od.2.8;κήρυσσε, κῆρυξ A.Eu. 566
, etc.: impers., ἐκήρυξε (sc. ὁ κῆρυξ) τοῖς Ἕλλησι συσκευάζεσθαι proclamation was made.., X.An.3.4.36;κηρυξάτω Id.Cyr.4.5.42
.II c. acc. pers., summon by herald,κ. ἀγορήνδε.. Ἀχαιούς Il.2.51
, Od.2.7;πόλεμόνδε Il.2.443
; κ. τινά summon one to a place, Ar.Ach. 748:—[voice] Pass., τίς ἐκηρύχθη πρώτην φυλακήν; who was summoned to the first watch? E.Rh. 538 (anap.).2 proclaim as conqueror, Plu.2.185a;Φαβωρῖνον ἡ εὐγλωττία ἐν σοφισταῖς ἐκήρυττεν Philostr.VS1.8.1
:—[voice] Pass.,μήτε κηρυχθήσεσθαι μήτε ἆθλα λήψεσθαι X.Cyr.8.4.4
; ; proclaim as a criminal, D.25.56, cf. S.El. 606;κηρύσσω τὸν Ἔρωτα AP5.176
(Mel.):—[voice] Pass., of a country, to be proclaimed, extolled,στεφάνοις ἀρετᾶς E.Tr. 223
(lyr.).3 call upon, invoke, (anap.);κηρύξας δαίμονας κλύειν A.Ch. 124a
:—[voice] Pass., to be called, τοῦ κεκήρυξαι πατρός; E.Fr.1;κηρυσσομένοισι.. ἀπ' ἐσθλῶν δωμάτων Id.Andr. 772
(lyr.).III c. acc. rei, proclaim, announce, , Ch.4, 1026; (lyr.);ἀγῶνας Ἀργείοισι S.Aj. 1240
; proclaim or advertise for sale, etc., Hdt.6.121 ([voice] Pass.), Plu.2.207a, etc.; κ. ἀποικίαν proclaim a colony, i.e. invite people to join as colonists, Th.1.27; κ. ὃς βούλοιτο .. make proclamation for some one who would.., Hdt.2.134:— [voice] Pass., of a crime, to be proclaimed, Antipho 2.3.2;τὰ κεκηρυγμένα Th.4.38
.2 declare, tell, τοῦτ' ἐκηρύχθη πόλει this news was spread in.., S.OTl.c.;τοῦτο κ. πόθι παῖς ναίει Id.Tr.97
(lyr.);ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων Ev.Matt.10.27
: abs., S.El. 1105.3 proclaim, command publicly, , S.Ant. 32, 450, etc.; εὐφημίαν, σιγὴν κ., Id.Fr. 893, E.Hec. 530: c. dat. pers. et inf.,κ. αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι Pi.P.4.200
;ἐκήρυξαν, εἰ βούλονται, τὰ ὅπλα παραδοῦναι Th.4.37
:—[voice] Pass., ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε; S.Ant. 447.4 of a cock, crow, AP5.2 (Antip. Thess.).IV preach, teach publicly, Ev.Matt.3.1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύσσω
См. также в других словарях:
εὐγλωττία — εὐγλωττίᾱ , εὐγλωσσία glibness of tongue fem nom/voc/acc dual (attic) εὐγλωττίᾱ , εὐγλωσσία glibness of tongue fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγλωττία — η (ΑΜ εὐγλωττία και εὐγλωσσία) [εύγλωττος] η ευχέρεια τού λόγου, η ευφράδεια («ζηλῶ σε τῆς εὐγλωττίας», Αριστοφ.) αρχ. γλυκό κελάιδισμα … Dictionary of Greek
ευγλωττία — η η ευχέρεια στο λόγο, αλλ. ευφράδεια, πειστικότητα: Γνωστός για την ευγλωττία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐγλωττίᾳ — εὐγλωττίαι , εὐγλωσσία glibness of tongue fem nom/voc pl (attic) εὐγλωττίᾱͅ , εὐγλωσσία glibness of tongue fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγλωττίας — εὐγλωττίᾱς , εὐγλωσσία glibness of tongue fem acc pl (attic) εὐγλωττίᾱς , εὐγλωσσία glibness of tongue fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγλωττίαν — εὐγλωττίᾱν , εὐγλωσσία glibness of tongue fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Νέστωρ — I Ομηρικός ήρωας, βασιλιάς της Πύλου, γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας, περίφημος για τη σοφία, την ευγλωττία και την τόλμη του. Έζησε επί τρεις γενιές ανθρώπων και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων : στον πόλεμο των Λαπιθών και των… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek