-
1 ευγλωττίαν
-
2 εὐγλωττίαν
См. также в других словарях:
εὐγλωττίαν — εὐγλωττίᾱν , εὐγλωσσία glibness of tongue fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευγλωττίαν
2 εὐγλωττίαν
εὐγλωττίαν — εὐγλωττίᾱν , εὐγλωσσία glibness of tongue fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)