Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐαλάκατος

См. также в других словарях:

  • ευαλάκατος — εὐαλάκατος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. ευηλάκατος …   Dictionary of Greek

  • εὐαλάκατος — εὐᾱλάκατος , εὐαλάκατος masc/fem nom sg εὐᾱλάκατος , εὐηλάκατος possessing a fine distaff masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλάκατον — εὐᾱλάκατον , εὐαλάκατος masc/fem acc sg εὐᾱλάκατον , εὐαλάκατος neut nom/voc/acc sg εὐᾱλάκατον , εὐηλάκατος possessing a fine distaff masc/fem acc sg (doric) εὐᾱλάκατον , εὐηλάκατος possessing a fine distaff neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευηλάκατος — εὐηλάκατος, ον (αιολ. τ. εὐαλάκατος) (Α) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία ηλακάτη, ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλακάτη «ρόκα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»