-
1 ἠλεκάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠλεκάτιον
-
2 ἠλακάτη
ἠλᾰκάτη [κᾰ], ἡ (so in [dialect] Att. Inscrr., IG22.1517.209, but [pref] ἠλεκ- SIG2 588.17 (Delos, ii B.C.), AJA17.162 ([place name] Cyrene), Sammelb. 5873, cf. Hsch.;A v. ἠλεκάτιον), [dialect] Dor. [full] ἠλᾰκάτᾱ E.Or. 1431 (lyr.), [dialect] Aeol. [full] ἀλᾰκάτᾱ Theoc.28.1 ( ᾱλ- also in χρυσᾱλάκατος, εὐᾱλάκατος, [dialect] Dor. ἠλ- is dub.):— distaff, Od.4.135, 1.357, Il.6.491, E. l.c., etc.; ἡ ἠ. [τοῦ ἀτράκτου] the stalk of the spindle, Pl.R. 616c: metaph., γηραιῇσι.. ἠλακάτῃσι with the fate of old age, IG14.1389i18.II of distaffshaped objects:1 one joint of a reed or cane, Thphr.HP2.2.1; a reed,= δόναξ, Hsch.; ὥσπερ ἠ., of the pistil of the citron-flower, Thphr.HP1.13.4, cf. 4.4.3.2 in Compds. (e.g. χρυσηλάκατος), arrow, Hsch.5 the constellation Coma Berenices, Sch.Arat.146.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠλακάτη
См. также в других словарях:
ηλεκάτιον — ἠλεκάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ηλεκάτη … Dictionary of Greek
αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά … Dictionary of Greek
αλεκάτι — το η αλεκάτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἠλεκάτιον (πρβλ. ἀλεκάτη)] … Dictionary of Greek