Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἠλεκάτιον

См. также в других словарях:

  • ηλεκάτιον — ἠλεκάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ηλεκάτη …   Dictionary of Greek

  • αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά …   Dictionary of Greek

  • αλεκάτι — το η αλεκάτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἠλεκάτιον (πρβλ. ἀλεκάτη)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»