-
1 ηλακάτα
ἠλακάτᾱ, ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc /acc dual (doric)ἠλακάτᾱ, ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἠλακάτα
ἠλακάτᾱ, ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc /acc dual (doric)ἠλακάτᾱ, ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ηλάκατα
-
4 ἠλάκατα
-
5 ἠλάκατα
A wool on the distaff,ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα Od.6.53
, 306, cf.7.105;ἠ. στροφαλίζετε 18.315
;ἠ. ἀνελισσομένης Alex.Aet.3.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠλάκατα
-
6 ἠλάκατα
ἠλάκατα, pl.: wool, or woollen thread on the distaff; στρωφῶσα, στροφαλίζετε, ‘ply the distaff,’ Od. 18.315. (Od.) (See the first of the cuts below.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἠλάκατα
-
7 ηλακάτας
ἠλακάτᾱς, ἠλακάτηdistaff: fem acc pl (doric)ἠλακάτᾱς, ἠλακάτηdistaff: fem gen sg (doric aeolic) -
8 ἠλακάτας
ἠλακάτᾱς, ἠλακάτηdistaff: fem acc pl (doric)ἠλακάτᾱς, ἠλακάτηdistaff: fem gen sg (doric aeolic) -
9 ηλάκατ'
-
10 ἠλάκατ'
-
11 ηλακάται
ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc pl (doric)ἠλακάτᾱͅ, ἠλακάτηdistaff: fem dat sg (doric aeolic) -
12 ἠλακάται
ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc pl (doric)ἠλακάτᾱͅ, ἠλακάτηdistaff: fem dat sg (doric aeolic) -
13 ηλακάταν
-
14 ἠλακάταν
-
15 ηλακάτων
-
16 ἠλακάτων
-
17 στροφαλίζω
στροφαλ-ίζω, lengthd. form of στρέφω, ἠλάκατα ς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφαλίζω
-
18 στρωφάω
A turn constantly, ἠλάκατα ς. keep turning the wool, i.e. spin, Od.6.53, al.; steer,AP
9.242 (Antiphil.): metaph.,βουλὴν ἀμφὶ πολὺν στρώφα χρόνον A.R.3.424
;δαίμων.. βίου στρωφῶσα πορείην Nonn.D.48.381
: —[voice] Pass., turn oneself about, keep turning,κατ' αὐτοὺς στρωφᾶτ' Il.13.557
; roam about, wander, δηρὸν ἑκὰς ς. 20.422; ἐπὶ δῆμόν τε πόλιν τε visit cities, Hes.Op. 528;καθ' Ἑλλάδα.., ἀνὰ νήσους Thgn.247
;ἀνὰ τὴν πόλιν Hdt.2.85
;ἄλλῃ κἄλλῃ δωμάτων S.Tr. 907
: hence, move freely in a place, abide there,κατὰ μέγαρα Il.9.463
, cf. Hp.Art.60; ἐν λέχει στρωφώμενος, i.e. claiming a husband's rights, A.Ag. 1224;ἐν νέοις στρωφωμένη E.Alc. 1052
;ἐν Διδύμοις στρωφωμένου ἠελίοιο Orph.Fr.285.16
; of the heavenly bodies, revolve, Man.2.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωφάω
-
19 ἁλιπόρφυρος
ἁλι-πόρφῠρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιπόρφυρος
-
20 ἐργάτις
A workwoman; of the worker bees, Arist.HA 627a12, Lyr.Alex.Adesp.7.12 ;μάθε ὡς ἐ. ἐστὶν [ἡ μέλισσα] LXXPr.6.8a
;ἐ. βοῦς AP9.741
.2 Adj. laborious, industrious,γυναῖκες οὕτω ἐ. Hdt.5.13
; ;βιοτά APl.1.15.6
.3 working for hire,Μοῖσ' οὔ πω ἐ. ἦν Pi.I.2.6
; of a courtesan, Archil.184.II c. gen., working at or producing, (ἐργάνην Stob.
); νέκταρος ἐ., of bees, AP9.404.8 (Antiphil.); νήματος ἠλακάτα ib.6.174 (Antip. <Sid.>); σελίδων, of poetesses, ib.9.26.8 (Antip. Thess.); Κύπριδος, of courtesans, ib.5.244.8 (Maced.) ; rare in Prose,πόλις ἐ. τῶν ἀγαθῶν D.H.2.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάτις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἠλακάτα — ἠλακάτᾱ , ἠλακάτη distaff fem nom/voc/acc dual (doric) ἠλακάτᾱ , ἠλακάτη distaff fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλάκατα — ἠλάκατα, τὰ (Α) [ηλακάτη] (μόνο στον πληθ.) 1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα 2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη … Dictionary of Greek
ἠλάκατα — wool on the distaff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλακάτας — ἠλακάτᾱς , ἠλακάτη distaff fem acc pl (doric) ἠλακάτᾱς , ἠλακάτη distaff fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλάκατ' — ἠλάκατα , ἠλάκατα wool on the distaff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλακάταν — ἠλακάτᾱν , ἠλακάτη distaff fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλακάτων — ἠλάκατα wool on the distaff neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… … Dictionary of Greek
ἠλακάται — ἠλακάτη distaff fem nom/voc pl (doric) ἠλακάτᾱͅ , ἠλακάτη distaff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)