-
1 εἰς-πλέω
εἰς-πλέω (s. πλέω), hineinsegeln, hineinfahren; Her. 6, 33; εἴς τι, Thuc. 2, 89, u. öfter auch Folgde; auffallend Ἰόνιον κόλπον εἰςπλέοντι Thuc. 1, 24, wo aber D. Hal. εἰς κόλπον las; vgl. Soph. O. R. 423 u. Eur. I. T. 1389. Auch ὅπως μηδὲν εἰςπλέοι τῶν ἐπιτηδείων, Xen. Hell. 2, 4, 29, zu Wasser ankommen, wie ὁ σῖτος εἰςπλέων Dem. 20, 31, neben ἐπείςακτος u. ἀφικνούμενος. Vgl. Antiphan. Ath. VIII, 342 e (v. 13) u. Thuc. 3, 51.
-
2 συν-εις-πλέω
συν-εις-πλέω (s. πλέω), mit oder zugleich hineinschiffen, -fahren, εἰς λιμένα, Xen. Hell. 1, 6, 16.
-
3 ἐπ-εις-πλέω
ἐπ-εις-πλέω (s. πλέω), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.
-
4 πλέω
πλέω ( ΠΛΥ, pluo, fluo, fließen, vgl. πλύνω), fut. πλεύσομαι, gew. πλευσοῠμαι, aor. ἔπλευσα, perf. πέπλευκα, u. pass. πέπλευσμαι, aor. pass. ἐπλεύσϑην, ep. u. ion. Nebenformen sind πλείω u. πλώω, d. m. s., – schiffen, zu Schiffe fahren; Hom. nur praes. u. imm., ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας, Il. 3, 444, u. öfter; auch mit, Zusätzen, wie ἐνὶ πόντῳ, ἐπὶ πόντον, ποντοπορεύων, u. c. accus., πόϑεν πλεῖϑ' ὑγρὰ κέλευϑα, Od. 3, 71 u. öfter, ihr fahret die nassen Pfade, wie man ἰέναι ὁδόν sagt, u. womit τὸ πεπλευσμένον bei Xen. Cyr. 6, 1, 16 im Ggstz von ἄπλευστος zu vergleichen, πλεῖν τὴν ϑάλασσαν, Hell. 4, 8, 6, ἡ ϑάλαττα πλεομένη, Luc. Prom. 14, auch τοῦ πλοῦ πεπλευσμένου, der gethanen Fahrt; auch πλεῖν τὰ πελάγη, Pol. 3. 4. 10, μετὰ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν, Pind. P. 4, 69; aor., Aesch. Ag. 676 Suppl. 725; π ρὸς ἡμᾶς πεπλεύκατε Soph. Phil. 402, u. öfter; Eur. u. Comic.; Her. hat gew. die Form πλώω, aber 2, 96. 156. 3, 135. 4, 89 erkennen alle Handschriften die Form mit ε an, πλεῖ ἐν τῇ νηΐ, Plat. Rep. I, 341 d; ἐν τῇ ϑαλάττῃ, ib. 346 b; auch vom Schiffe, ναῠς ἐν ϑαλάττῃ πλέουσα, Legg. VI. 758 a; πλεύσας εἰς Ἐρετρίαν ἐπ' ἄνδρας, Menez. 240 b; Folgde. – Spätere Dichter scheinen es allgemein von Reisen auch zu Lande gebraucht zu haben, Schol. Nic. Ther. 295; – schwimmen, wie νέω, Her. 2, 156. – Uebh. schwanken, wanken, von Allem, was nicht fest steht, ἔπλεον ὀλισϑαίνον, τες ἀμφοτέροις τοῖς ποσί. Pol. 3, 55, 2, zw. – Zu bemerken ist, daß bei diesem Worte auch die Zusammenziehung in ει von den Attikern oft vernachlässigt wird, z. B. Thuc. 4, 28, Bekk.
-
5 κατα-πλέω
κατα-πλέω (s. πλέω), herabschiffen, zu Schiffe von der hohen See an die Küste fahren, anlanden, einlaufen; Od. 9, 142; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀϑήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν Xen. Hell. 5, 1, 28; εἰς τὴν γῆν κατέπλευσαν 1, 7, 29; Plat. Euthyd. 297 c; Dem. u. A.; auch von Sachen, καταπλέοντος Ἀϑήναζε πυροῦ Theophr.; – zurückschiffen, -fahren, Andoc. 2, 13 u. A. – S. unten καταπλώω.
-
6 ἀνα-πλέω
ἀνα-πλέω (s. πλέω), 1) aufwärts schiffen, στεινωπόν, die Meerenge hinausfahren, Od. 12, 234; stroman schiffen, fahren, ἀπὸ ϑαλάττης εἰς Νεῖλον Thuc. 1, 104; pass., ὁ ποταμὸς ἐκ ϑαλάττης ἀναπλεῖται Pol. 2, 16, 10, der Fluß wird vom Meere aufwärts befahren; vgl. D. Hal. 3, 44; allgem., auf die hohe See fahren, absegeln, öfter Pol., wie ἀνάγεσϑαι; von dem Zuge der Griechen nach Troja Hom. Iliad. 11, 22, s. Lehrs Aristarch. p. 119. – 2) zurücksegeln, Xen. Hell. 4, 8, 36; Dem. 32, 19; Pol. 5. 102. – 3) ὀδόντες ἀναπλέουσι, die Zähne fallen aus, Hippocr.; Nic. Th. 308.
-
7 ἐκ-πλέω
ἐκ-πλέω (s. πλέω), ion. ἐκπλώω., ausschiffen, absegeln; Aesch. frg. 229; Soph. Ai. 1078 u. öfter, wie Folgde, sowohl von Menschen als von Schiffen; ἐκ τῆς Σάμου εἰς Λακεδαίμονα Her. 3, 148; τῇ νηΐ Thuc. 1, 131; Ggstz von εἰςπλέω, aus einem Hafen herausfahren, 2, 69; τὸν ἔκπλουν Dem. 49, 6. – Her. braucht ἐκπλώω auch von Fischen, herausschwimmen, 2, 93, u. vrbdt ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον ἐκπλώσαντες, über den H. hinausschiffen, 5, 103, womit Arr. Ind. 29, 7 ἐξέπλωσαν τὸ ἔϑνος u. Lycophr. 1084 zu vgl. – Uebertr., ἐκπλώσαντες ἐκ τοῠ νόου Her. 6, 12, wie τῶν φρενῶν 3, 155, aus dem Verstande herausfahren, von Sinnen kommen.
-
8 εἰςπλέω
εἰς-πλέω, hineinsegeln, hineinfahren; auffallend. Auch ὅπως μηδὲν εἰςπλέοι τῶν ἐπιτηδείων, zu Wasser ankommen -
9 ἐπειςπλέω
ἐπ-εις-πλέω, noch dazu hineinschiffen; zum Angriff -
10 συνειςπλέω
συν-εις-πλέω, mit oder zugleich hineinschiffen, -fahren -
11 παρ-ίημι
παρ-ίημι (s. ἵημι), 1) act., herabsenden, daneben herablassen, παρείϑη μήρινϑος ποτὶ γαῖαν, hing herab zur Erde, Il. 23, 868; τοῦ νεανίσκου τὴν χεῖρα παρεικότος, Clearch. bei Ath. VI, 257 a; – vorbei, vorüberlassen, bes. von der Zeit, ενδεκα ἡμέρας παρέντες, Her. 7, 183. 8, 9; μηδὲ διαμέλλειν καιρὸν παριέντας, Thuc. 4, 27; τοὺς καιρούς, Plat. Rep. II, 374 e u. Folgde; τὸν ἑκάστου καιρὸν οὐ παρεϑέντα, Dem. 18, 303; Pol. 1, 33, 5 u. A.; – τοὺς βαρβάρους εἰς τὴν Ἑλλάδα, Her. 8, 15, zulassen, hineinlassen, wie τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, 9, 1; vorbei- oder durchlassen, wie Eur. ἀπαυδᾷ Ἄδραστον ἐς γῆν τήνδε μὴ παριέναι, Suppl. 468; εἰς τἡν ἀκρόπολιν, Xen. Hell. 5, 2, 29; – üdergehen, unterlassen, vernachlässigen, μὴ παρίει καλά, Pind. P. 1, 165; ὁ δ' οὔτι μέλλων οὐδ' ἀφρασμόνως ὕπνῳ νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος, Aesch. Ag. 282; παρεὶς τάδε, Ch. 912; εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ῆ παρειμένον ἔχεις γεγωνεῖν, Prom. 821; παρῆκα ϑεσμῶν οὐδέν, Soph. Trach. 682; κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληϑείας ἔπος, Ant. 1193; ἄφϑογγός εἰμι καὶ παρεῖσ' ἐῶ στόμα, Eur. Troad. 690; u. in Prosa, τὰ αὐτῶν πλέω παρήσομεν, Her. 1, 177; ὃν τότε παρεῖμεν, Plat. Rep. VI, 503 e; μὴ παρῶμεν αὐτὸ ἄῤῥητον, Legg. VI, 754 a; Folgde; auch c. gen., ὅςτις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρεὶς ζώειν, Soph. O. C. 1212. wie Plat, Phaedr. 253 e; περί τινος, Pol. 2, 59, 3; vgl. Arist. eth. 10, 1, 2, ἥκιστα παρετέον ὑπὲρ τούτων εἶναι δόξειεν ἄν; – c. inf., Plut. Rom. 17 u. sonst; – zulassen, annehmen, συμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 560 d, übertr. gebraucht, vgl. λόγον ἀληϑῆ οὐ προςδεχόμενος, οὐδὲ παριεὶς εἰς τὸ φρούριον, ib. 561 b; dah. παριέναι εἰς τὴν ψυχήν, Plat. phaed. 90 d, eigtl. einen Gedanken ln die Seele ein-, zulassen, d. i. sich überreden; auch erlauben, ἀλλ' οὐδ' ὅτ' αὐτὸς ἤϑελον, παρίεσαν, Soph. O. C. 591; ἀλλὰ παρίημι, φάναι τὸν Φαῖδρον, ἀλλ' ἐρώτα, Plat. Conv. 199 c, vgl. 214 e; Eur. bei Schol. Ar. Vesp. 754 πάρες ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη; c. inf., κόσμον πάρες μοι παισὶ προςϑεῖναι νεκρῶν, Eur. Herc. Fur. 393; vgl. Soph. El. 1482 u. Plat. Conv. 199 b; auch μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι, Soph. O. R. 283; u. mit ὥςτε, O. C. 570, wie Her. 7, 161; – überlassen, τινί, Arist. pol. 7, 14; τὴν ἀρχήν τινι, Plut. Them. 7; Aesch. κράτος μέντοι πάρες γ' ἑκὼν ἐμοί, Ag. 917; in anderer Beziehung, ἑαυτὸν κυ-μάτων δρομήμασιν, Eur. Troad. 688, sich den Wogen überlassen, anvertrauen; – nachlassen, abspannen, τοῦ ποδὸς παριέναι, das Segeltau nachlassen, übertr. nachgeben, weichen, Ar. Equ. 437; u. pass. erschlaffen, γήρᾳ παρειμένος, Plat. Legg. XI, 931 d; ὕπνῳ, Eur. Cycl. 587; κόπου δ' ὕπο παρεῖται, Bacch. 635; von den Leidenschaften, τοὐμὸν παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ, Soph. O. R. 688; γόον, Eur. Suppl. 111; πόϑον, Troad. 645; von der Freude, χαίροντε ὀλίγον παρείϑησαν, Plat. Euthyd. 303 b; auch bei Plut. Eum. 7, πληγεὶς περὶ τὸν τράχηλον ἔπεσε καὶ παρείϑη; Pol. vrbdt τὴν δύναμιν παρελέλυντο καὶ παρεῖντο, 1, 58, 9. – Auch eine Strafe nachlassen, Lycurg. 9; ähnlich συμφοράν, Ar. Ran. 699. – 2) med., bei sich zulassen, οὓς εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, Dem. 15, 15; Pol. 2, 15, 6. – Auch = παραιτοῦμαι, wie es die VLL. erklären, eigtl. Einen auf seine Seite herüberzuziehen, ihn sich zu gewinnen suchen, vgl. Ruhnk. Tim. 207; εἰ δὲ μὴ δοκῶ φρονῶν λέγειν, οὐκ ἂν παρείμην, οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν, Soph. O. C. 1666; vgl. Eur. Med. 892, um Verzeihung bitten, παριέμεσϑα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν; sich ausbitten, οὐδέν σου παρίεμαι, Plat. Rep. I, 341 b; neben δέομαι, Apol. 17 c, vgl. Legg. V, 742 b, wo die vulg. παραιτησάμενος für παρέμενος. – Sp. auch wie im act. überlassen, aufgeben, τὴν στρατηγίαν προςεποιήσατο ἐϑελοντὴς παρεῖσϑαι, D. Cass. 39, 23; παρήκατο, Ggstz von προςεδέξατο, 43, 14; auch vernachlässigen, 60, 2. – Bei den Gramm. ist παρεῖται es »ist ausgelassen und dazu zu verstehen«, Schol. Il. 9, 252.
-
12 πλεῖστος
πλεῖστος, superl. zu πολύς, der, die, das meiste, sehr viel; auch von der Größe, der Ausdehnung, dem Werthe; Hom. ᾖ δὴ πλεῖστον ὅμιλον ὅρα, Il. 15, 616; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί, die meisten u. besten, 2, 577, u. öfter; πλειστον κακόν, das größte Uebel, Unglück, Od. 4, 697; πλείστη κόνις, καλάμη, Il. 13, 335. 19, 222; ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος, Pind. N. 7, 24; πλείστα χρῆσις, Ol. 10, 1; ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, Aesch. Prom. 829; εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον ἐχϑροῖς παρασχών, Pers. 319; ποίμναις τὰ πλεῖστα τοῦ βίου ξυνειπόμην, Soph. O. R. 1125, u. πλεῖστον adverbial, ὃν πλεῖστον φιλεῖ, ib. 612; selbst beim superl., πλεῖστον κάκιστος, O. C. 745, τῆς πλεῖστον ἐχϑίστης ἐμοὶ ἐχίδνης, Phil. 627; Eur., Ar., u. in Prosa überall; αὐτῷ ἡ πλείστη γνώμη ἦν, er war am meisten der Meinung, hatte die stärkste Neigung, Her. 5, 126; auch πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ, 7, 220, u. πλεῖστός ἐστιν ἔν τινι, er ist am meisten damit beschäftigt, spricht viel davon; πλείστου ἄξιος, Plat. Rep. I, 331 a; ὅτι νῠν ἐσμεν ἐν ἀγνοίᾳ τῇ πλείστῃ περὶ αὐτοῦ, Soph. 249 e. Häufig περὶ πλείστου ποιεῖσϑαί τι, Etwas am höchsten schätzen, Thuc. u. A.; – ὅσοι πλεῖστοι, ὅσα πλεῖστα, so viel wie möglich, Her. 1, 14. 6, 44 u. sonst; auch ὅτι πλεῖστος, Thuc. u. A. – Scheinbar als compar. mit folgdm ἤ, Her. 2, 35, wo Bekker πλέω lies't.
См. также в других словарях:
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla … Wikipédia en Français
μετεωρίζω — και μετωρίζω (ΑΜ μετεωρίζω, Μ και μετωρίζω) [μετέωρος] 1. σηκώνω κάτι και τό κρατώ ψηλά ώστε να μείνει μετέωρο (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», Ξεν. β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ μετεωρίσας ὑπὲρ κεφαλῆς», Πλούτ.) 2. (μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… … Dictionary of Greek
απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… … Dictionary of Greek
ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… … Dictionary of Greek
παρακομίζω — Α 1. οδηγώ κάποιον, συνοδεύω 2. μεταφέρω («ἐν τοσαύταις ἡμέραις τὴν Λητὼ παρεκόμισαν ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον», Αριστοτ.) 3. προσκομίζω («τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῑν σιτία παρακομίζοντες;», Ηρόδ.) 4. παίρνω, δέχομαι 5. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek