-
1 πυροεργής
πῠρο-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυροεργής
См. также в других словарях:
χρυσεργής — ές, Μ 1. κατασκευασμένος από χρυσό 2. χρυσοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. πυρο εργής] … Dictionary of Greek