-
1 δολοεργής
δολο-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολοεργής
См. также в других словарях:
σκυτοεργός — ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται τα σκύτη, τα δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + εργός (< ἔργον*), πρβλ. δολο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek