-
1 Μέδουσα
Μεδούσαfem nom /voc sg -
2 μέδουσα
μέδωprotect: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
3 μέδουσα
jellyfishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μέδουσα
-
4 Μεδούσας
Μεδούσᾱς, Μεδούσαfem acc plΜεδούσᾱς, Μεδούσαfem gen sg (doric aeolic) -
5 μεδούσας
μεδούσᾱς, μέδωprotect: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)μεδούσᾱς, μέδωprotect: pres part act fem gen sg (doric) -
6 Μεδούσης
Μεδούσαfem gen sg (attic epic ionic) -
7 Μέδουσαν
Μεδούσαfem acc sg -
8 Μεδούση
-
9 Μεδούσῃ
-
10 εὐρυκόωσα
εὐρῠ-κόωσα, (κοάω,2 of the sea-god dess Ceto, Euph.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυκόωσα
-
11 λιθοεργής
λῐθο-εργής, ές, = sq. 1,AΜέδουσα Opp.C.3.222
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοεργής
-
12 λιθοποιός
λῐθο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοποιός
-
13 μέδω
μέδω,A protect, rule over, used by Hom. only in participial Subst. [full] μέδων, οντος, ὁ, lord, ruler, freq. in pl., Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, Il.2.79, Od.7.136: once in sg., of Phorcys, ἁλὸς.. μέδων lord of the sea, 1.72: fem. Μέδουσα, as pr. n. of the Gorgon, Hes. Th. 276, etc.: later as Verb, c. gen. loci, ὃς Αἰγαίου μέδεις πρωνός, of Poseidon, S.Fr. 371 (lyr., s.v.l., πρῶνας codd.), cf. Ar.Ra. 665; of Dionysus,ὃς.. μέδεις.. παγκοίνοις Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις S. Ant. 1119
(lyr.);τιμῆς ἄλλης ἄλλο μέδει Emp.17.28
.II [full] μέδομαι, [tense] fut.μεδήσομαι Il.9.650
, elsewh. [tense] pres. and [tense] impf.:—provide for, be mindful of, c. gen.,πολέμοιο μεδέσθω 2.384
;εἰ μέν κε.. νόστου τε μέδηαι Od.11.110
;ὥς κ'.. δείπνοιο μέδηται 19.321
;ὁππότε κεν.. κοίτου τε μέδηται 2.358
, cf. 3.334; μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς, like ἀλκῆς μνήσασθαι, Il.4.418, 5.718;ἀλλ' ἄγε δὴ.. μεδώμεθα.. σίτου 24.618
;ὄφρα.. νόστοιο μεδοίατο 9.622
;δόρποιο μέδεσθαι 18.245
; : later c. inf.,πλεῦσαι μέδονται Orph.A.90
.2 plan, contrive, devise, τινί τι, always in bad sense,κακὰ δὲ Τρώεσσι μεδέσθην Il.4.21
, 8.458. (Cf. Lat. modus, Osc. med-dix 'magistrate'.) -
14 νυκτιμέδουσα
νυκτῐ-μέδουσα, ἡ,A ruling by night, of the moon, Cat.Cod. Astr.1.173.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιμέδουσα
-
15 ὑδρομέδουσα
ὑδρο-μέδουσα, ἡ,A Water-queen, name of a frog in Batr.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρομέδουσα
См. также в других словарях:
Μέδουσα — Μεδούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
Μέδουσα. — См. Медуза … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μέδουσα — η (μυθ.), μια από τις τρεις Γοργόνες, με γυναικείο σώμα και φίδια στα μαλλιά, που σκότωσε ο Περσέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέδουσα — η ασπόνδυλο ζώο που ζει στη θάλασσα, η ακαλήφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέδουσα — μέδω protect pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεδούσας — Μεδούσᾱς , Μεδούσα fem acc pl Μεδούσᾱς , Μεδούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδούσας — μεδούσᾱς , μέδω protect pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) μεδούσᾱς , μέδω protect pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεδούσης — Μεδούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεδούσῃ — Μεδούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)