См. также в других словарях:
αλιεργής — ἁλιεργής, ὲς και ἁλιεργὸς (Α) 1. αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, αλιευτικός 2. πορφυρός, ερυθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* (< ἅλς) + εργής, εργὸς < ἔργον] … Dictionary of Greek
αλιεργής — ἁλιεργής, ὲς και ἁλιεργὸς (Α) 1. αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, αλιευτικός 2. πορφυρός, ερυθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* (< ἅλς) + εργής, εργὸς < ἔργον] … Dictionary of Greek