-
1 πυρο-εργής
πυρο-εργής, ές, in oder am Feuer arbeitend, ἄνδρες, Feuerarbeiter, Maneth. 1, 78.
-
2 παν-α-εργής
παν-α-εργής, ές, ganz unverarbeitet, ganz unverdau't, Nic. Al. 66.
-
3 πορφυρο-εργής
πορφυρο-εργής, ές, in Purpur arbeitend, E. M.
-
4 πολυ-εργής
πολυ-εργής, ές, = πολύεργος, φώς, Serapis ep. (VII, 400).
-
5 ταχυ-εργής
ταχυ-εργής, ές, = ταχύεργος, Appian. B. C. 3, 19.
-
6 μυλο-εργής
μυλο-εργής, ές, auf der Mühle gearbeitet, gemahlen, Nic. Al. 550.
-
7 καρικο-εργής
καρικο-εργής, ές, von karischer Arbeit, Strab. XIV, 661 u. a. Sp.
-
8 κακο-εργής
κακο-εργής, ές, = κακοεργός, ϑυμός, βία, Man. 1, 315. 249.
-
9 εὐ-εργής
εὐ-εργής, ές (ἜΡΓΩ), 1) wohlgearbeitet, schön gemacht, bei Hom. in Od. vom Schiff u. vom Wagenstuhl, δίφρος Il., von einem Kleide Od. 13, 224, χρυσός, gut verarbeitet, 24, 274; πηδάλιον Hes. O. 627; sp. D., ἄγκιστρον Opp. H. 5, 135. – 2) wohlgethan, εὐεργέα, Wohlthaten, Od. 4, 695. 22, 319. – 3) leicht zu bearbeiten, Theophr. – Bei Sp. auch akt., geschickt arbeitend.
-
10 εὐθυ-εργής
εὐθυ-εργής, ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐϑ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.
-
11 βαρυ-εργής
βαρυ-εργής, ές, schwer, mühsam arbeitend, App. B. C. 1, 83.
-
12 δυς-εργής
-
13 μεγαλο-εργής
μεγαλο-εργής, u. - εργία, s. μεγαλουργής.
-
14 νεο-εργής
νεο-εργής, ές, erkl. Hesych. νεωστὶ εἰργασμένος, s. νεουργής.
-
15 δορο-εργής
δορο-εργής, ές, in Holz arbeitend; ὁ, der Zimmermann, Man. 4, 320.
-
16 δολο-εργής
δολο-εργής, ές, = folgdm, Man. 4, 394.
-
17 λυκ-εργής
-
18 λυκιο-εργής
λυκιο-εργής, ές, zsgzgn λυκιουργής, von lycischer Arbeit, wie sie in Lpcien gemacht wird; Her. 7, 76, wo v. l. λυκοεργής; Dem. 49, 31; vgl. Ath. XI, 486 d; Poll. 6, 97.
-
19 λυκο-εργής
λυκο-εργής, ές, Wölfe abthuend, tödtend, πρόβολοι λυκοεργέες, Wurfspieße zum Abfangen od. Erlegen der Wölfe, Her. 7, 76, wo man λυκιοεργής geändert hat (s. oben).
-
20 λιν-εργής
См. также в других словарях:
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ευεργής — εὐεργής, ές (Α) 1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσ εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα») 2. εύκολος στην κατεργασία 3. (για χειρουργική… … Dictionary of Greek
ευθυεργής — εὐθυεργής, ές (Α) ο κατεργασμένος με επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + εργής (< έργον) πρβλ. ευ εργής, κακο εργής] … Dictionary of Greek
ημιεργής — ἡμιεργής, ὲς (Α) ημιέργαστος*, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργής (< έργον), πρβλ. δολο εργής, ευ εργής] … Dictionary of Greek
κοινοεργής — κοινοεργής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + εργής (< ἔργον), πρβλ. λινο εργής, νεο εργής] … Dictionary of Greek
λαεργής — λαεργής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής, μυλο εργής] … Dictionary of Greek
λιθοεργής — λιθοεργής, ές (Α) λιθοεργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. εν εργής, Λυκιο εργής] … Dictionary of Greek
λινεργής — και λινοεργής, ές (Α) υφασμένος από λίνο, λινοΰφαντος, λινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + εργής (< ἔργον), πρβλ. δολο εργής, λιθο εργής] … Dictionary of Greek
ετεροεργής — ἑτεροεργής, ές (Μ) ο ετεροενεργής («ἑτεροεργῆ καὶ ἑτερούσιον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εργής (< έργον), πρβλ. ευ εργής] … Dictionary of Greek
λιθουργής — λιθουργής, ές (AM) κατασκευασμένος από πέτρα («λιθουργὲς εἰκόνισμα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. εν εργής, κακ ουργής] … Dictionary of Greek
μυλοεργής — μυλοεργής, ές (Α) κατεργασμένος, αλεσμένος σε μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής] … Dictionary of Greek