-
1 изнемогать
-
2 обессилеть
обессилеть αδυνατίζω εξαντλούμαι, κουράζομαι (устать)* * *αδυνατίζω εξαντλούμαι, κουράζομαι ( устать) -
3 разойтись
разойтись) (в разные стороны) διαλύομαι, διασκορπίζομαι 2) (расстаться) χωρίζω 3) (об издании и т. п.) εξαντλούμαι 4) (во мнениях) διχάζομαι, διαφωνώ* * *1) ( в разные стороны) διαλύομαι, διασκορπίζομαι2) ( расстаться) χωρίζω3) (об издании и т. п.) εξαντλούμαι4) ( во мнениях) διχάζομαι, διαφωνώ -
4 выдыхаться
выдыхать||ся1. ξεθυμαίνω, ἐξατμίζομαι·2. перен разг ἐξαντλούμαι, ἐξασθενώ/ στειρεύω, ἐξαντλούμαι (о писателе, ораторе). -
5 истощаться
истощ||аться1. ἐξαντλούμαι, ἀποκάμνω·2. (растрачиваться) ἐξαντλούμαι, τελειώνω. -
6 изойти
-
7 разойтись
1. (рассеяться, исчезнуть) (δια)σκορπίζομαι 2. (оказаться распроданным, раскупленным) καταναλώνομαι, αναλώνομαι, αναλίσκομαι, εξαντλούμαι 3. (уйти в разные стороны, разделиться на несколько частей) (δια)χωρίζομαι 4. (разъединиться, раздвинуться в стороны) ανοίγομαι, ανοίγω 5. (с кем-л. в чём-л.) διαφωνώ 6. (прекратить связь, порвать отношения) χωρίζω, ξεκόβω, διακόπτω (τις σχέσεις) 7. (распро-страниться где-л., среди кого-л.) κυκλοφορώ, διαδίδομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разойтись
-
8 выбиваться
выбивать||ся1. (выбираться) βγαίνω·2. (о волосах) πετιέμαι· ◊ \выбиватьсяся из сил ἀποκάμνω, ἐξαντλοῦμαι· \выбиватьсяся в люди γίνομαι ἀνθρωπος, προκόβω. -
9 выматываться
выматывать||сяразг ἐξαντλούμαι, ἐξασθενώ, ἀποκάμνω. -
10 гаснуть
гаснутьнесов σβήνω (άμετ.)/ перен ἐξαντλούμαι. -
11 дорабатываться
дорабатывать||ся(до чего-л.) разг ἐξαντλοῦμαι στή δουλειά. -
12 изводиться
изводи́||тьсяἐξαντλοῦμαι, ἀποκάμνω, τσακίζομαι. -
13 иссякать
иссякатьнесов, иссякнуть сов στερεύω, ξεραίνομαι, ἐξαντλούμαι / перен σβήνω. -
14 истомить(ся)
истом||и́ть(ся)сов см. истомлять(ея)· \истомить(ся)и́ться в ожидании ἀποκάμνω νά περιμένω· \истомить(ся)и́ться от жажды ἐξαντλούμαι ἀπό τή δίψα. -
15 истомляться
истом||лятьсяκουράζομαι, ἐξαντλοῦμαι, καταπονοῦμαι, ἀποκάμνω, βαρυεστώ. -
16 исход
исходм ἡ £κβαση [-ις], τό τέλος, τό ἀποτέλεσμα:\исход боя ἡ Εκβαση τῆς μάχης· к \исходу дня στό τέλος τῆς ἡμέρας· день уже на \исходе βραδυάζει· быть на \исходе ἐξαντλούμαι, φθάνω στό τέλος. -
17 исходить
исходить I1 сов (обойти много мест) διατρέχω, γυρίζω, περιοδεύω (μέ τά πόδια).исходить IIнесов1. (происходить, иметь источником) πηγάζω, προέρχομαι, ξεκινάω, βγαίνω·2. (основываться на чем-л.) βασίζομαι σέ κάτι, ξεκινώ· 3.:\исходить кровью ἐξαντλούμαι ἀπό τήν αἰμορραγία, χάνω πολύ αίμα· \исходить слезами ἀναλύομαι σέ δάκρυα. -
18 намаяться
намаятьсясов разг κατακουράζομαι, καταπονοῦμαι, ἐξαντλοῦμαι. -
19 пересыхать
пересыхатьнесов1. (делаться слишком сухим) παραξεραίνομαι, καταξεραίνο-μαι, σταγνώνω (άμβτ.)·2. (об источнике) στερεύω, ξεραίνομαι, ἐξαντλοῦμαι. -
20 переутомляться
переутом||лятьсяκαταπονούμαι, παρακουράζομαι, ἀποκάμνω, ἐξαντλοῦμαι.
См. также в других словарях:
εξαντλούμαι — εξαντλούμαι, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαυδώ — (AM ἀπαυδῶ, άω) 1. δεν μπορώ πια να μιλήσω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι αρχ. 1. απαγορεύω 2. αρνούμαι 3. παρουσιάζω έλλειψη 4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»] … Dictionary of Greek
μπιτίζω — 1. φέρνω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω, περατώνω («μπίτισα τις δουλειές μου») 2. συμπληρώνω, καλύπτω ένα ορισμένο ποσό 3. (αμτθ.) τερματίζομαι, περατώνομαι, τελειώνω («μπίτισαν οι διακοπές») 4. ξοδεύομαι, εξαντλούμαι, φθάνω στο τέλος («μπιτίσανε τα … Dictionary of Greek
προδιαντλούμαι — έομαι, Α εξαντλούμαι τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαντλοῡμαι «εξαντλούμαι»] … Dictionary of Greek
στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… … Dictionary of Greek
στρεύγω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ» 2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη 3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αδυνατεύω — [αδύνατος] αδυνατίζω, εξασθενώ, εξαντλούμαι … Dictionary of Greek
αιμορροώ — (Α αἱμορροῶ) [αἱμόρρους] αιμορραγώ, χάνω αίμα νεοελλ. εξαντλούμαι, υποφέρω ψυχικά … Dictionary of Greek
αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek
απαγορεύω — (AM ἀπαγορεύω) [αγορεύω] δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω μσν. 1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι 2. αποφεύγω 3. ( ομαι) απελπίζω κάποιον αρχ. 1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι 3. μεταπείθω κάποιον 4. διακηρύσσω 5. (για… … Dictionary of Greek
απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… … Dictionary of Greek