-
1 изнемогать
изнемо||гатьнесов ἀποκάμνω, ἐξαν· τλιέμαι, δέν μπορώ πιἀ, ὑποκύπτω:\изнемогать от усталости ἀποκάμνω ἀπό τήν κούραση· \изнемогать от жары ἀποκάμνω ἀπό τήν ζέστη· \изнемогать под тяжестью чего́-л. ὑποκύπτω κάτω ἀπό τό βάρος. -
2 изнемогать
-
3 раскисать
раскисатьнесов, раскиснуть сов1. (о земле) βρέχομαι, μουσκεύω, μουλιάζω·2. (потерять бодрость) ἀποκάμνω, ξε-λιγώνομαι:\раскисать от жары ἀποκάμνω ἀπό τή ζέστη. -
4 выбиваться
выбивать||ся1. (выбираться) βγαίνω·2. (о волосах) πετιέμαι· ◊ \выбиватьсяся из сил ἀποκάμνω, ἐξαντλοῦμαι· \выбиватьсяся в люди γίνομαι ἀνθρωπος, προκόβω. -
5 выматываться
выматывать||сяразг ἐξαντλούμαι, ἐξασθενώ, ἀποκάμνω. -
6 замаяться
замаятьсясов разг ἀποκάμνω, ξεθε-ώνομαι. -
7 избегаться
избегать||сяκουράζομαι ἀπ' τά τρεχάματα, ἀποκάμνω. -
8 изводиться
изводи́||тьсяἐξαντλοῦμαι, ἀποκάμνω, τσακίζομαι. -
9 истомить(ся)
истом||и́ть(ся)сов см. истомлять(ея)· \истомить(ся)и́ться в ожидании ἀποκάμνω νά περιμένω· \истомить(ся)и́ться от жажды ἐξαντλούμαι ἀπό τή δίψα. -
10 истомляться
истом||лятьсяκουράζομαι, ἐξαντλοῦμαι, καταπονοῦμαι, ἀποκάμνω, βαρυεστώ. -
11 истощаться
истощ||аться1. ἐξαντλούμαι, ἀποκάμνω·2. (растрачиваться) ἐξαντλούμαι, τελειώνω. -
12 обессилить
обессилитьсов ἀποκάμνω, ἐξαντλοῦ-μαι, ἀτονώ. -
13 переутомляться
переутом||лятьсяκαταπονούμαι, παρακουράζομαι, ἀποκάμνω, ἐξαντλοῦμαι. -
14 уставать
уставатьнесов κουράζομαι, ἀποκάμνω. -
15 изнемогать
[ιζνιμαγκάτ ] ρ. αποκάμνω, εξαντλούμαι -
16 изнемогать
[ιζνιμαγκάτ ] ρ αποκάμνω, εξαντλούμαι -
17 выбить
-бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω•выбить стекло σπάζω το τζάμι•
выбить дверь σπάζω την πόρτα•
выбить зуб σπάζω το δόντι.
|| εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.
2. ξεσκονίζω χτυπώντας•выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.
3. καταστρέφω, χαλνώ•рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,
4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,εκφρ.выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•
выбить из долгов ξεχρεώνομαι.
2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).εξέχω•волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.
εκφρ.выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι. -
18 доделать
ρ.σ.μ. αποκάμνω, αποπερατώνω, αποτελειώνω. || επεξεργάζομαι, διορθώνω συμπ -μπληρωματικά. -
19 отбегать(ся)
отбе/ гать(ся) 1ρ.σ.τελειώνω, σταματώ το τρέξιμο δεν μπορώ να τρέξω άλλο, αποκάμνω.отбега/ть 2ρ.δ.βλ. отбежать. -
20 раскиснуть
ρ.σ., παρλθ. χρ. раскис, -ла, -ло.1. φουσκώνω (για ζυμάρι).2. διογκώνομαι, φουσκώνω (από υγρασία). || λασπώνω•от дождя дороги -сли από τη βροχή οι δρόμοι λάσπωσαν.
3. μτφ. σβήνω, ξεθυμαίνω, χαλαρώνω, γίνομαι αδιάφορος. || αποκάμνω, καταπονούμαι, απαυδώ•совсем я -ис от жары απηύδησα εντελώς απ αυτή τη ζέστη.
|| συγκινούμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀποκάμνω — grow quite weary pres subj act 1st sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… … Dictionary of Greek
ἀποκάμνετε — ἀποκάμνω grow quite weary pres imperat act 2nd pl ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 2nd pl ἀποκάμνω grow quite weary imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάμνῃ — ἀποκάμνω grow quite weary pres subj mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαμνόντων — ἀποκάμνω grow quite weary pres part act masc/neut gen pl ἀποκάμνω grow quite weary pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαμόν — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc voc sg ἀποκάμνω grow quite weary aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαμόντα — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαμόντων — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc/neut gen pl ἀποκάμνω grow quite weary aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάμνει — ἀποκάμνω grow quite weary pres ind mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάμνομεν — ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 1st pl ἀποκάμνω grow quite weary imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάμνοντα — ἀποκάμνω grow quite weary pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποκάμνω grow quite weary pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)