Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εξαντλούμαι

  • 41 изработать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) καταναλώνω δουλεύοντας, εξαντλώ.
    αχρησρεύομαι από τη μακρόχρονη χρήση. || εξαντλούμαι (από τη μακρόχρονη εντατική δουλειά).

    Большой русско-греческий словарь > изработать

  • 42 иссякнуть

    -нет, παρλθ. χρ. иссяк, -ла, -ло
    ρ.σ. εξαντλούμαι, στειρεύω• σβήνω•

    вода в источнике постепенно -ла η πηγή βαθμιαία στείρεψε•

    средства -ют τα μέσα εξαντλούνται•

    любовь -ла η αγάπη έσβησε•

    колодец -як το πηγάδι στείρεψε•

    запасы -ли οι προμήθειες εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > иссякнуть

  • 43 истереть

    изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ..истер
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истертый, βρ: -рт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. истерши κ. истерев ρ.σ.μ.
    1. τρίβω όλο ως το τέλος•

    -сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη.

    || καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας•
    2. φθείρω με την τριβή. || κάνω πληγή τρίβοντας.
    3. εξαφανίζω• ομαλύνω• σβήνω τρίβοντας.
    φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνομαι•

    подошва -лась η σόλα τρίφτηκε•

    резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε•

    пиджак -ся το σακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε).

    || καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι,•σβήνομαι•

    надпись на монете -лась η επιγραφή στη μονέδα σβήστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > истереть

  • 44 истечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. истек
    -екла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. исткеший κ. παλ. истекший ρ.σ.
    1. παλ. εκρέω, τρέχω, πηγαίνω•

    гной истёк из раны πύο έτρεξε από την πληγή.

    || μτφ. βγαίνω, εμφανίζομαι.
    2. τελειώνω, λήγω, περνώ, εκπνέω, διαρρέω•

    время -ло χρόνος (χρονικό όριο)πέρασε.

    3. εξαντλούμαι από την εκροή•

    я истёк кровью εξαντλήθηκα από την αιμορραγία•

    слюной ξεσαλιώνομαι, δε μου μένει σάλιο στο στόμα.

    Большой русско-греческий словарь > истечь

  • 45 истомить

    -омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истомленный
    -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ. κατακουράζω, καταβάλλω• εξαντλώ, αδυνατίζω, λιώνω•

    работа -ла его η δουλειά τον εξάντλησε•

    ожидание -ло душу η αναμονή κούρασε την ψυχή.

    κατακουράζομαι, καταπονούμαι, απαυδώ• καταβάλλομαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω.

    Большой русско-греческий словарь > истомить

  • 46 истощить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. εξασθενώ, εξαντλώ•

    лихорадка -ла его ο μεγάλος πυρετός τον εξάντλησε•

    истощить терпение εξαντλώ την υπομονή.

    2. αδυνατίζω κατ ισχνάί — νω. || λιγοστεύω•

    истощить запасы εξαντλώ τα αποθέματα.

    3. (γΐα έδαφος) γίνομαι άγονος, φτωχαίνω, στειρεύω.
    εξαντλούμαι, εξα-σθενίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > истощить

  • 47 исчерпать

    ρ.σ.μ. εξαντλώ• καταναλώνω, ξοδεύω, τελειώνω•

    исчерпать весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα•

    силы исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν•

    исчерпать средства εξαντλώ τα μέσα•

    исчерпать вопрос εξαντλώ το θέμα•

    исчерпать повестку дня εξαντλώ την ημερήσια διάταξη.

    εξαντλούμαι• καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > исчерпать

  • 48 кончить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. τελειώνω, περατώνω•

    кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•

    кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.

    2. πεθαίνω, τελευτώ•

    он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.

    || φονεύω, σκοτώνω•

    он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.

    εκφρ.
    кончить жизнь ή век – πεθαίνω•
    кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.
    1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).
    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•

    кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•

    тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•

    перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.

    || πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > кончить

  • 49 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 50 млеть

    млею, млеешь
    ρ.δ.
    1. εξαντλούμαι, λιγώνω.
    2. μουδιάζω, νεκρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > млеть

  • 51 надломить

    -омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω λίγο, μισοσπάζω, μισοτσακίζω.
    2. μτφ. βλάπτω• χαλνώ•

    надломить здоровье βλάπτω την υγεία•

    горе -ло его τα φαρμάκια τον τσάκισαν•

    работа -ла её την έφαγε η δουλειά.

    θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι λίγο. || μτφ. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι•

    силы -лись οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > надломить

  • 52 надрывать

    ρ.δ.
    βλ. надорвать.
    εκφρ.
    глотку (горло) – ξελαρυγγίζομαι φωνάζοντας.
    1. βλ. надорваться.
    2. καταβάλλω τεράστιες προσπάθειες ή όλες τις δυμάμεις.
    3. ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές. || ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι εξαντλούμαι, κόβομαι, τσακίζομαι, λιώνω.
    εκφρ.
    сердце -ется – η καρδιά σπαράζει (ραγίζει), καταθλίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > надрывать

  • 53 наморить

    ρ.σ.μ. (με σημ. ποσοτική)
    βλ. морить.
    κουράζομαι, καταπονούμαι, εξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > наморить

  • 54 обессилеть

    -ею, -еешь
    ρ.σ.
    αδυνατίζω, εξασθενώ, εξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > обессилеть

  • 55 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

  • 56 подломить

    -ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ-σ.μ. σπάζω, θραύω από το κάτω μέρος.
    1. σπάζω, θραύομαι από το κάτω μέρος.
    2. κόβομαι, εξαντλούμαι•

    у старика -лись ноги του γέρου του κόπηκαν τα πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > подломить

  • 57 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 58 преломить

    млю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преломленный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. παλ. θραύω, σπάζω, τσακίζω.
    2. (φυσ.) διαθλώ.
    3. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω. || παρανοώ.
    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι.
    2. (φυσ.) διαθλώμαι.
    3. μτφ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, τσακίζομαι, κόβομαι, καταβάλλομαι.
    4. μτφ. παλ. αλλάζω απότομα, κάνω απότομη στροφή σπάζω•

    зима -лась ο χειμώνας έσπασε•

    5. μτφ. παίρνω, αποκτώ άλλη έννοια, νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > преломить

  • 59 разомлеть

    -ею, -еешь
    ρ.σ.
    εξασθενώ, αδυνατίζω, ατονώ• εξαντλούμαι, αποκάμω.

    Большой русско-греческий словарь > разомлеть

  • 60 расслаблять

    ρ.δ.
    βλ. расслабить.
    εξαντλούμαι• αδυνατίζω, εξασθενώ.

    Большой русско-греческий словарь > расслаблять

См. также в других словарях:

  • εξαντλούμαι — εξαντλούμαι, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απαυδώ — (AM ἀπαυδῶ, άω) 1. δεν μπορώ πια να μιλήσω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι αρχ. 1. απαγορεύω 2. αρνούμαι 3. παρουσιάζω έλλειψη 4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»] …   Dictionary of Greek

  • μπιτίζω — 1. φέρνω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω, περατώνω («μπίτισα τις δουλειές μου») 2. συμπληρώνω, καλύπτω ένα ορισμένο ποσό 3. (αμτθ.) τερματίζομαι, περατώνομαι, τελειώνω («μπίτισαν οι διακοπές») 4. ξοδεύομαι, εξαντλούμαι, φθάνω στο τέλος («μπιτίσανε τα …   Dictionary of Greek

  • προδιαντλούμαι — έομαι, Α εξαντλούμαι τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαντλοῡμαι «εξαντλούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… …   Dictionary of Greek

  • στρεύγω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ» 2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη 3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αδυνατεύω — [αδύνατος] αδυνατίζω, εξασθενώ, εξαντλούμαι …   Dictionary of Greek

  • αιμορροώ — (Α αἱμορροῶ) [αἱμόρρους] αιμορραγώ, χάνω αίμα νεοελλ. εξαντλούμαι, υποφέρω ψυχικά …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • απαγορεύω — (AM ἀπαγορεύω) [αγορεύω] δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω μσν. 1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι 2. αποφεύγω 3. ( ομαι) απελπίζω κάποιον αρχ. 1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι 3. μεταπείθω κάποιον 4. διακηρύσσω 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»