Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εξαντλούμαι

  • 61 расслабнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. расслаб
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. расслабший κ. расслабнувший ρ.σ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• εξαντλούμαι. || μτφ. • ξεπέφτω, γίνομαι χαύνος, πλαδαρός. || χάνω την ελατηρ ιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > расслабнуть

  • 62 рассосать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассосанный, βρ: • -сан, -а, -о.
    1. απορροφώ.
    2. (απλ.) μυζώ, πιπιλίζω•

    рассосать кусочек сахара πιπιλίζω κομματάκι ζάχαρης.

    1. απορροφούμαι• εξαλείφομαι, χάνομαι (για οίδημα, όγκο κ.τ.τ.).•
    2. μτφ. εξαντλούμαι•
    Запасы -лись οι εφεδρείες εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > рассосать

  • 63 сгореть

    ρ.σ.
    1. καίομαι•

    дом сгорел το σπίτι κάηκε•

    драва в печи -ли τα ξύλα στη θερμάστρα κάηκαν.

    2. χαλνώ, αποσυντ ίθεμαι, καίομαι•

    хлеб -ел в закроме το σιτάρι άναψε στο αμπάρι.

    || καίομαι, ψήνομαι στον ήλιο.
    3. ξηραίνομαι, στεγνώνομαι•

    трава -ла το χορτάρι, ξηράθηκε (στον ήλιο).

    4. μτφ. εξαντλούμαι πρλύ, καταβάλλομαι• καταπονούμαι, υπερκοπιάζω.
    5. πεθαίνω•

    он -л от водки πέθανε από τη βότκα (τον έκαψε η βότκα).

    6. μτφ. κατέχομαι, από σφοδρό αίσθημα•

    сгореть от нетерпения με τρώει (κατατρύχει) η ανυπομονησία.

    Большой русско-греческий словарь > сгореть

  • 64 сморить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. морить (2 σημ.).
    2. με πιάνει (με παίρνει) ο ύπνος.
    εξαντλούμαι, λιώνω, κατακουράζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сморить

  • 65 сякнуть

    -нет
    ρ.δ. παλ. εξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сякнуть

  • 66 умаять

    умаю, умаешь
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) κουράζω, εξαντλώ• ταλαιπωρώ.
    κουράζομαι, εξαντλούμαι• ταλαιπωρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > умаять

  • 67 уходить

    ухожу, уходишь
    ρ.δ.
    1. βλ. уйти.
    2. εκτείνομαι, τραβώ, πηγαίνω•

    дорога -ла в лес οδρόμος τραβούσε στο δάσος.

    -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухоженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ. (απλ.)
    1. εξασθενίζω, εξαντλώ, λιώνω• βασανίζω, κατατρύχω, τρώγω•

    -ло его горе τον έλιωνε (τον (έτρωγε)η στενοχώρια.

    2. σκοτώνω, θανατώνω• καταστρέφω.
    1. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αποκάμνω• κατακουράζομαι, καταπονούμαι.
    2. καθησυχάζω, ηρεμίζω, καλμάρω• συνετίζομαι, φρονιμεύω.

    Большой русско-греческий словарь > уходить

  • 68 хиреть

    ρ.δ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, εξασθενίζω, φθίνω, μαραζώνω. || (για φυτά) μαραίνομαι. || μτφ. ξεπέφτω, παρακμάζω•

    талант -еет το ταλέντο μαραίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > хиреть

См. также в других словарях:

  • εξαντλούμαι — εξαντλούμαι, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απαυδώ — (AM ἀπαυδῶ, άω) 1. δεν μπορώ πια να μιλήσω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι αρχ. 1. απαγορεύω 2. αρνούμαι 3. παρουσιάζω έλλειψη 4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»] …   Dictionary of Greek

  • μπιτίζω — 1. φέρνω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω, περατώνω («μπίτισα τις δουλειές μου») 2. συμπληρώνω, καλύπτω ένα ορισμένο ποσό 3. (αμτθ.) τερματίζομαι, περατώνομαι, τελειώνω («μπίτισαν οι διακοπές») 4. ξοδεύομαι, εξαντλούμαι, φθάνω στο τέλος («μπιτίσανε τα …   Dictionary of Greek

  • προδιαντλούμαι — έομαι, Α εξαντλούμαι τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαντλοῡμαι «εξαντλούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… …   Dictionary of Greek

  • στρεύγω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ» 2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη 3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αδυνατεύω — [αδύνατος] αδυνατίζω, εξασθενώ, εξαντλούμαι …   Dictionary of Greek

  • αιμορροώ — (Α αἱμορροῶ) [αἱμόρρους] αιμορραγώ, χάνω αίμα νεοελλ. εξαντλούμαι, υποφέρω ψυχικά …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • απαγορεύω — (AM ἀπαγορεύω) [αγορεύω] δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω μσν. 1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι 2. αποφεύγω 3. ( ομαι) απελπίζω κάποιον αρχ. 1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι 3. μεταπείθω κάποιον 4. διακηρύσσω 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»