Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

сойти

  • 1 сойти

    сойти κατεβαίνω* \сойти с лестницы κατεβαίνω τη σκάλα; \сойти с дороги εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ· вы сойдёте на этой остановке? θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση; \сойтись (собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι
    * * *

    сойти́ с ле́стницы — κατεβαίνω τη σκάλα

    сойти́ с доро́ги — εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ

    вы сойдёте на э́той остано́вке? — θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση

    Русско-греческий словарь > сойти

  • 2 сойти

    сойти
    сов см. сходить Ι· сойдет! разг γίνεται!, κάνει!

    Русско-новогреческий словарь > сойти

  • 3 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 4 вниз

    вниз ((προς τα) κάτω смот реть \вниз κοιτάζω κάτω сойти \вниз κατεβαίνω \вниз по лестнице κατεβαίνοντας τη σκάλα \вниз по течению ακολουθόντας. το ρεύμα
    * * *

    смотре́ть вниз — κοιτάζω κάτω

    сойти́ вниз — κατεβαίνω

    вниз по ле́стнице — κατεβαίνοντας τη σκάλα

    вниз по тече́нию — ακόλουθοντας το ρεύμα

    Русско-греческий словарь > вниз

  • 5 сходить

    сходить 1) см. сойти 2) (куда-л.) πηγαίνω; \сходить за кем-чем-л. πηγαίνω για κάποιον, για κάτι \сходиться см. сойтись
    * * *
    1) см. сойти
    2) (куда-л.) πηγαίνω

    сходи́ть за кем-чем-л. — πηγαίνω για κάποιον, για κάτι

    Русско-греческий словарь > сходить

  • 6 ум

    ум м о νους, το μυαλό' η εξυπνάδα (сообразительность)' η διάνοια (интеллект) ◇ мне пришло на \ум (сделать что-л.) μου κατέβηκε να...· сойти с \ума τρελαίνομαι, γίνομαι τρελός
    * * *
    м
    ο νους, το μυαλό; η εξυπνάδα ( сообразительность); η διάνοια ( интеллект)
    ••

    мне пришло́ на ум (сделать что-л.) — μου κατέβηκε να…

    сойти́ с ума́ — τρελαίνομαι, γίνομαι τρελός

    Русско-греческий словарь > ум

  • 7 берег

    берег
    м ἡ παράλια, ἡ ἀκτή, ὁ γιάλός, ἡ ἀκρογιάλια (морской) / ἡ δχθη (реки, озера):
    выйти из \берего́в ξεχειλίζω, πλημμυρώ; сойти на \берег βγαίνω στή στεριά.

    Русско-новогреческий словарь > берег

  • 8 крушение

    крушение
    с
    1. ἡ σύγκρουση [-ις] (от столкновения)! ° ἐκτροχιασμός (поезда, трамвая)! τό ναυάγιο[ν] (корабля):
    потерпеть \крушение а) ἐκτροχιάζομαι (сойти с рельсов), б) ναυαγώ (о корабле)·
    2. пе-Рен. τό ναυάγιο, ἡ κατάρρευση [-ις], ἡ καταστροφή:
    \крушение надежд τό ναυάγιο τῶν ἐλπίδων.

    Русско-новогреческий словарь > крушение

  • 9 ссаживать

    ссаживать I
    несов (содрать кожу, расцарапать) разг γρατσουνίζω.
    ссаживать II
    несов
    1. (помогать сойти) βοηθώ νά κατέβει·
    2. (пассажира с поезда и т. п.) κατεβάζω.

    Русско-новогреческий словарь > ссаживать

  • 10 ум

    ум
    м ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, τό μυαλά/ ἡ εὐφυΐα, ἡ ἐξυπνάδα (сообразительность):
    глубокий \ум ἡ βαθύνοια· острый \ум ὁ ὁξύς νοῦς, ἡ ὀξύνοια· проницательный \ум ὁ διεισδυτικός νοῦς· светлый \ум ἡ φωτεινή διάνοια· живой \ум τό ζωντανό μυαλό· склад \ума ἡ νοοτροπία· человек большого \ума ὁ μεγάλος νοῦς, ἀνθρωπος μέ μεγάλη διάνοια· лу́чшие \умы человечества οἱ μεγαλύτερες διάνοιες τής ἀνθρωπότητας· ◊ взяться за \ум разг συνετίζομαι, συνέρχομαι, γίνομαι λογικός· \ум за разум заходит δέν ξέρω τϊ λεω· жить своим \умо́м ἔχω δική μου γνώμη· быть в здравом \уме́ и твердой памяти ἔχω σώας τάς φρένας· быть не в своем \уме разг δέν εἶμαι στά συγκαλά μου, τά ἔχω χαμένα· у него другое на \уме ἀλλο ἔχει στό μυαλά του· он себе на \уме́ разг αὐτός εἶναι τετραπέρατος· считать в \уме́ λογαριάζω μέ τό νοῦ μου· держать в \уме (не записывая) κρατώ στόν νοῦ· в \уме́ ли ты? εἰσαι στά καλά σου;· сойти с \ума τρελλαίνομαι· это не твоего́ \ума дело разг δέν εἶναι δική σου δουλιά αὐτό· прийти́ на \ум μοῦ ἔρχεται στό νοῦ νά· мне не пришло на \ум δέν μοῦ ἡλθε στό νοῦ· это у меня́ из \ума не идет разг δέν μοῦ βγαίνει ἀπό τό μυαλά· быть без \ума от... ξετρελλαί-νομαι μέ κάτι...· сводить с \ума (ξε)τρελ-λαίνω, ξεμυαλίζω· \ума не приложу́ δέν τό χωρεί ὁ νους μου, δέν μπορώ νά καταλάβω· (он) задним \умом крепок κάνει τόν ἔξυπνο κατόπιν ἐορτής· учить \уму́-ра́зу-му βάζω μυαλά σέ κάποιον что у трезвого на \умέ, то у пья́ного на языке́ по-гов. ἀπό τρελλό καί ἀπό μεθυσμένο μαθαίνεις τήν ἀλήθεια· сколько голов, столько \умо́в погов. δσα μυαλά τόσες γνώμες.

    Русско-новогреческий словарь > ум

  • 11 дистанция

    θ.
    1. απόσταση• διάστημα.
    2. σταθμός•

    начальник -и ο διοικητής του σταθμού, σταθμάρχης (μεταφορικών μέσων).

    εκφρ.
    сойти с -и – παραιτούμαι (βγαίνω) από το αγώνισμα δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > дистанция

  • 12 могила

    θ.
    τάφος, μνήμα•

    возложить венок на -у καταθέτω στεφάνι στο μνήμα•

    вы-рить -у σκάβω τον τάφο.

    || ως κατηγ. είναι επικίνδυνα, πολύ άσχημα. || ως κατηγ. είναι πολύ εχέμυθος (ταφόπετρα).
    εκφρ.
    до самой -ы – ως τον τάφο (ως το θάνατο)•
    найти (себе) -у – βρίσκω τον τάφο μου (το τέλος μου)•
    рыть (копить) -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου (προσπαθώ να βλάψω κάποιον)•
    свести в -у кого – κάνω κάποιον για τον τάφο (για θάνατο)•
    смотреть (глядеть) в -у – βλέπω το χάρο με τα μάτια (αντικρύζω το θάνατο)•
    сойти в -у – κατεβαίνω (αποδημώ) στον άλλο κόσμο•
    унести (с собой) в -у – το παίρνω μαζί μου στον τάφο (δε βγάζω το μυστικό)•
    быть на краю -ы – είμαι, στο χείλος του τάφου (είμαι με το ένα πόδι στον τάφο).

    Большой русско-греческий словарь > могила

  • 13 небо

    -а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•

    голубое небо γαλάζιος ουρανός•

    поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•

    облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.

    εκφρ.
    это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•
    превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•
    -у жарко (будет, станетκ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•
    как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•
    (отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•
    между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•
    попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•
    упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας.

    Большой русско-греческий словарь > небо

  • 14 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

  • 15 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 16 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 17 своротить

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ• ρίχνω κάτω•

    -мешки с телеги ρίχνω κάτω τα τσουβάλια από το κάρο.

    || μτφ. (απλ.) μεταπείθω. || (απλ.) οικοδομώ, φτιάχνω.
    2. αναποδογυρίζω με χτύπημα. || βλάπτω, χαλνώ. || στραβώνω (για πρόσωπο ή μέλη αυτού).
    3. (για σφάλματα, κακές πράξεις) τα ρίχνω, τα φορτώνω.
    4. βλ. свернуть (5, 6, 7 σημ.).
    εκφρ.
    своротить с умаβλ. έκφραση στη λ. ум (сойти с ума).
    βλ. свернуться (6, 7 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > своротить

  • 18 со...

    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων αντί του προθέματος «с...» α) μπροστά απο: «И», «Й», «ο», π.χ. соизволить, сойти, сообразить, β) μπροστά από δυο ή περισσότερα σύμφωνα: собрать, согнать, сорвать, составить, соткать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: совью, солью, сошью. δ) σε λέξεις κυρίως από το γραπτό λόγο: содеять, сокрыть, ε) σε διαλεκτικές λέξεις: сожечь, согрубить, содвигать.
    II.
    Χρησιμεύει για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημασία: κοινής ενέργειας, συνοδοιπορίας ή αλληλοσύνδεσης: соучастник, совместный, сострадательный.

    Большой русско-греческий словарь > со...

  • 19 сходить

    схожу, сходишь
    ρ.δ.
    1. βλ. сойти.
    2. (με το αρνητικό μόριο не)• δε σηκώνομαι•

    сходить больной не -ил с постели ο άρρωστος δε σηκώνονταν από το κρεβάτι.

    εκφρ.
    не сходить с языка ή с уст – δεν τον βγάζει από το στόμα (τον αναφέρει (λογοπιάνει) συχνότατα.
    βλ. сойтись.
    ρ.σ.
    1. πηγαίνω (με επιστροφή)•

    за покупки πηγαίνω για ψώνια•сходитьи за водой πήγαινε για νερό.

    2. αφοδεύω, αποπατώ, ενεργούμαι, βγαίνω• κάνω•

    сходить за большой κάνω το χοντρό•

    сходить за маленькой κάνω το ψιλό.

    Большой русско-греческий словарь > сходить

  • 20 сцена

    θ.
    1. (θεατρ.) σκηνή•

    сцена отделена от зрительного зала занавесом η σκηνή χωρίζεται από την αίθουσα με αυλαία•

    поставить на -у ανεβάζω στη σκηνή•

    финальная сцена первого акта η τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης•

    действие первое, сцена вторая πράξη πρώτη, σκηνή δεύτερη.

    2. επεισόδιο• συμβάν•

    сделать кому -у δημιουργώ σκηνές σε κάποιον•

    -ревности σκηνή ζηλοτυπίας•

    семеиная сцена οικογενειακή σκηνή.

    εκφρ.
    явиться на -е – εμφανίζομαι στη σκηνή (μπροστά στο κοινό)•
    сойти со -ы – φεύγω (εγκαταλείπω) τη σκηνή (αποσύρομαι από κάτι)•
    играть на -е – παίζω στη σκηνή (είμαι ηθοποιός).

    Большой русско-греческий словарь > сцена

См. также в других словарях:

  • СОЙТИ — СОЙТИ, сойду, сойдёшь, и (старин.) сниду, снидешь (от вышедшего из употр. глаг. снити), прош. сошёл, сошла; сшедший и (книжн.) сошедший; сойдя и (устар.) сшедши или сошедши, сов. (к сходить (2)). 1. с чего. Идя, спуститься. Сойти с лестницы. «И… …   Толковый словарь Ушакова

  • сойти — сойду, сойдёшь; сошёл, шла, шло; сошедший и (устар.) сшедший; сойдя; св. 1. Идя вниз, спуститься откуда л., куда л.; покинув своё место (наверху, на возвышении), спуститься на землю, вниз. С. с холма. С. с лошади. С. с подножки. С. с трибуны. С.… …   Энциклопедический словарь

  • сойти — СОЙТИ, сойду, сойдёшь; сошёл, сошла; сойди; сошедший; сойдя; совер. 1. с чего. Идя (в 1 и в нек рых сочетаниях во 2 знач.), покинуть своё место, спуститься. С. с горы. С. с лошади. С. с тротуара на мостовую. Автомобиль сошёл с конвейера. Поезд… …   Толковый словарь Ожегова

  • сойти —   Сойти в могилу умереть.     Тихо сойти в могилу. Сойти на нет (разг.)    1) исчезать до конца;    2) перен. терять всякое значение, силу.     Постепенно все его великолепие сошло на нет.   Сойти со сцены покинуть поле деятельности, поприще.     …   Фразеологический словарь русского языка

  • сойти — сойду, сойти с ума. Новообразование, вместо др. русск. сън ити, ст. слав. сън ити καταβαίνειν, κατέρχεσθαι (Супр.). См. иду …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • СОЙТИ 1 — СОЙТИ 1, сойду, сойдёшь; сошёл, сошла; сойди; сошедший; сойдя; сов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • СОЙТИ 2 — СОЙТИ 2, сойду, сойдёшь; сошёл, сошла; сойди; сошедший; сойдя; сов. (разг.). Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • СОЙТИ — СОЙТИ, см. сходить. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • сойти — 1. см. спуститься. 2. см. высадиться. 3. см. удаться 1 Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова. 2011 …   Словарь синонимов

  • сойти́(сь) — сойти(сь), сойду(сь), сойдёшь(ся); сошёл(ся), сошла(сь), ло(сь), ли(сь) …   Русское словесное ударение

  • Сойти — сов. неперех. 1. Идя, спуститься вниз. отт. Идя вниз, войти, прийти куда либо. отт. перен. Расположиться наклонно. 2. перен. Наступить, распространиться (о сумерках, ночи, тумане и т.п.). отт. Охватить кого либо, овладеть кем либо (о чувстве,… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»