Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δῖος+ὀδυσσεύς

См. также в других словарях:

  • Epithete homerique — Épithète homérique L’épithète homérique est un complément de la plupart des noms propres dans les épopées grecques antiques en particulier celles d Homère, l Iliade et l Odyssée. Formes de l épithète homérique L épithète la plus simple et la plus …   Wikipédia en Français

  • Épithète homérique — L’épithète homérique est un complément de la plupart des noms propres dans les épopées grecques antiques en particulier celles d Homère, l’Iliade et l’Odyssée. Sommaire 1 Formes de l épithète homérique 2 Fonctions 3 Bibliogra …   Wikipédia en Français

  • Epíteto homérico — Saltar a navegación, búsqueda Un epíteto homérico es un complemento de la mayoría de los nombres propios en la epopeyas griegas antiguas, en particular en las de Homero, Ilíada y Odisea. Formas del epíteto homérico El epíteto más simple y el más… …   Wikipedia Español

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] …   Dictionary of Greek

  • υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… …   Dictionary of Greek

  • υψόσε — Α επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε, τηλ ό σε)] …   Dictionary of Greek

  • Vlysses — VLYSSES, is, Gr. Ὀδυσσεὺς, έως, (⇒ Tab. XV.) 1 §. Namen. Der lateinische wird auch vielfältig Vlyxes, oder Vlixes geschrieben. Einige leiten ihn alberner Weise von dem griechischen Worte ὅλος, all, und ξένος, fremd, Gast, her, da er so viel… …   Gründliches mythologisches Lexikon

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»