Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δίκελλα

См. также в других словарях:

  • δίκελλα — two pronged fork fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκελλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή του νομού, 19 χλμ. Δ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως. * * * και… …   Dictionary of Greek

  • δικέλλα — η εργαλείο με το οποίο σκάβουν και αναποδογυρίζουν το χώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικέλλας — δικέλλᾱς , δίκελλα two pronged fork fem acc pl δικέλλᾱς , δίκελλα two pronged fork fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκελλ' — δίκελλα , δίκελλα two pronged fork fem nom/voc sg δίκελλαι , δίκελλα two pronged fork fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικελλῶν — δίκελλα two pronged fork fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέλλαις — δίκελλα two pronged fork fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέλλης — δίκελλα two pronged fork fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέλλῃ — δίκελλα two pronged fork fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκελλαι — δίκελλα two pronged fork fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκελλαν — δίκελλα two pronged fork fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»