Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θύελλα

См. также в других словарях:

  • θυέλλα — θυέλλᾱ , θύελλα hurricane fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύελλα — hurricane fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύελλα — η 1. άγρια βροχή με δυνατό αέρα. 2. μτφ., ταραχή, διέγερση: Προκάλεσε θύελλα με τα λόγια του. 3. γεγονός καταστρεπτικό, πόλεμος: Προμηνύεται θύελλα. – Ξέσπασε θύελλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… …   Dictionary of Greek

  • θυέλλας — θυέλλᾱς , θύελλα hurricane fem acc pl θυέλλᾱς , θύελλα hurricane fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύελλ' — θύελλα , θύελλα hurricane fem nom/voc sg θύελλαι , θύελλα hurricane fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυελλῶν — θύελλα hurricane fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυέλλαις — θύελλα hurricane fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυέλλαισιν — θύελλα hurricane fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυέλλης — θύελλα hurricane fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυέλλῃ — θύελλα hurricane fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»