-
1 τμήγας
-
2 γατόμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γατόμος
См. также в других словарях:
τμήγας — Α (κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. ας] … Dictionary of Greek
1 τμήγας
2 γατόμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γατόμος
τμήγας — Α (κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. ας] … Dictionary of Greek